Δεν μπορώ να την χαρακτηρίσω αυτή την ταινία και το σκέφτηκα πολλές φορές να μην γράψω καθόλου. Είναι από τις χειρότερες περιπτώσεις του «concept» : «να κάνουμε και μία συνέχεια, ένα νούμερο 2 επειδή έχουμε ένα πετυχημένο εμπορικά τίτλο».
Από αυτό το σημείο ξεκινώ την κριτική μου κι από αυτό πιάνομαι ως άνθρωπος των Ακαδημιών κι Ακαδημαϊκός κι ο ίδιος – μέλος σε τρεις. Το ότι η ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ στα ΒΡΑΒΕΙΑ ΓΚΟΓΙΑ 2018 αυτή την καθαρά βρετανική ταινία επέλεξε ως καλύτερη του έτους, όχι στην κατηγορία της Ξενόγλωσσης (όπου στην Ισπανική Ακαδημία η κατηγορία είναι διπλή: Ξενόγλωσσης και Ξένης Ισπανόφωνης) αλλά στις κατηγορίες των εντόπιων ταινιών. Και τη βράβευσε με τα ΓΚΟΓΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ, ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ και ΕΙΚ ΔΙΑΣΚΕΥΗΣ ΣΕΝΑΡΙΟΥ. Βέβαια, η σκηνοθέτης ΙΖΑΜΠΕΛ ΚΟΪΞΕΤ είναι Καταλανή. Και στο επιτελείο πρωτοκλασάτων συνεργατών υπάρχουν ονόματα της ισπανικής κινηματογραφίας. Δεν είναι όμως εκεί το θέμα. Διότι η ισπανική Ακαδημία είναι ως προς αυτό τον τομέα πιο κοντά στην Αμερικάνικη, βραβεύει και ξένους επειδή ζητούμενο είναι το ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ, σε αντίθεση με τις άλλες Ακαδημίες και προπαντός με την ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ όπου προηγείται η επίδειξη διαβατηρίου κι έπεται το επίτευγμα.
Εχω γράψει πολλές φορές τις επιφυλάξεις μου για την κινηματογραφική χρησιμότητα του όρου «βασισμένο σε ΑΛΗΘΙΝΗ ιστορία» και το έχω εξηγήσει. Ότι δηλαδή περισσότερο χρησιμεύει για εμπορικό πλασάρισμα ταινιών, για μόδα των τελευταίων αρκετών ετών, ως ένα τρόπο για να διοχετεύουν στην αγορά καλύτερα τις ταινίες με την ψευδαίσθηση ότι το κοινό θα δει κάτι «αληθινό» παρά ότι όλο αυτό προσδίδει καλλιτεχνική αξία. Από τη στιγμή που ζητούμενο στην Τέχνη και θεμελιώδης ορισμός είναι το «μίμησις πράξεως» κι όχι η ίδια η πράξη, τελικός σκοπός θα είναι η «μίμηση». Είτε πρόκειται για ιστορία επινοημένη είτε για αληθινή. Διότι σε όλες τις περιπτώσεις το σενάριο θα πρέπει να είναι σενάριο, να λειτουργεί με τους ίδιους δραματουργικούς όρους και κανόνες που ορίζονται για τα σενάρια και ΠΟΥΘΕΝΑ δεν προβλέπεται «αληθινή» ή μη ιστορία παρά «μίμησις πράξεως».
A, ναι, υπάρχει κι αυτή η ανάγκη. Σε άλλους πιο συχνή, σε μερικούς πιο…. «ενίοτε». «Ο ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΜΟΥ» έρχεται να καλύψει αυτή την ανάγκη έστω κι ως μία εναλλαγή στην κινηματογραφική έξοδο των ημερών.
Σε αυτά που έγραψα περί «κωμωδίας» στην κριτική μου για το ιταλικό φιλμ «ΒΑΛΕ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ», επανέρχομαι με αφορμή άλλο είδος: Το «πολιτικό θρίλερ». Κι εδώ συναντάμε έλλειμμα στον ελληνικό κινηματογράφο, ακριβώς λόγω «διδασκαλιών» από ινστρούχτορες που περισσότερο διδάσκουν τη λογοκρισία παρά την δραματουργία την οποία άλλοι αγνοούν κι άλλοι παρακάμπτουν.
Κάθε φορά που βλέπω μια ιταλική ταινία και κυρίως ΚΩΜΩΔΙΑ , δύο πράγματα αναπηδούν στο μυαλό μου. Το ένα αφορά σε αυτούς: Ότι και στην πιο αγοραία φάρσα, η κοινωνική αναφορά είναι παρούσα , είναι μήτρα του σεναρίου. Το δεύτερο αφορά σε μας: Στον κομπλεξισμό μας απέναντι στην κωμωδία και γενικότερα στο σινεμά των ειδών, κυρίως , όμως, στην ΚΩΜΩΔΙΑ. Και στο πως χάσαμε κι αυτό το έδαφος.
Και δεν πρόκειται ακριβώς για «θρίλερ» το είδος στο οποίο η Ισπανία κυριαρχεί, τουλάχιστον έτσι όπως ορίζεται το είδος από fan…Ετσι κι αλλιώς έχουν μπερδευτεί πολύ τα πράγματα στις ορολογίες από τη στιγμή που ανακατεύονται πολλοί και τελικώς οι πολλοί δίνουν τον «τόνο» ακόμα κι αν διακατέχονται από σύγχυση ιδεών.
Θα έλεγα ότι έως και με απογοήτευσε η ταινία. Όχι γιατί άλλο φιλμ πήγα να δω κι άλλο έβλεπα. Αυτό το έχω ξεπεράσει, έχω πάρει μαθήματα πολλά επί του συγκεκριμένου κι έχω διδαχτεί ότι πηγαίνουμε να δούμε το έργο που θα μας δείξουν κι όχι εκείνο που κατασκευάσαμε εμείς στο μυαλό μας κι εντελώς αυθαίρετα περιμέναμε. Δεν μιλώ για κάτι τέτοιο.
Ηταν ακριβώς ο ίδιος, που είχε γίνει μια δεκαετία πίσω, με την ΩΝΤΡΕΫ ΧΕΠΜΠΟΡΝ, όταν είχε βγει στο στερέωμα με το «ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗ ΡΩΜΗ» του μεγάλου ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΟΥΑΪΛΕΡ. Ξαφνικά, στη δεκαετία του ’50 εμφανιζόταν μία κοπέλα στην οθόνη η οποία συνδύαζε αφενός την τέλεια πριγκίπισσα του ρόλου, αφετέρου μέσα από το ΣΕΝΑΡΙΟ κατάφερνε και γινόταν το αντιπροσωπευτικό κορίτσι του ’50, όλα τα κορίτσια της εποχής έβλεπαν «ΕΚΕΙΝΗ» στον καθρέφτη τους. Μια δεκαετία μετά, βγαίνει το «DARLING» και συμβαίνει ένα ανάλογο φαινόμενο με ένα άλλο κορίτσι σε εντελώς διαφορετικό ρόλο και είδος (μήπως και δεν ήταν και τόσο διαφορετικά κι ήταν απλώς κοιταγμένο όλο αυτό από την «ανάποδη»;) αλλά και εποχή. Και το κορίτσι αυτό ήταν η ΤΖΟΥΛΙ ΚΡΙΣΤΙ, η οποία μέσα από το ΣΕΝΑΡΙΟ (πάλι!!!!!!!!!!!!!) που την ήθελε ΑΝΕΡΜΑΤΙΣΤΗ κι αβέβαιη για τη ζωή της και για τις σχέσεις της με τους άντρες , εκπροσώπησε το ΑΝΗΣΥΧΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ’60. ΚΙ έγινε ό,τι έγινε!!!
Τα μυθιστορήματα της ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ, της Πρωθιέρειας της αστυνομικής λογοτεχνίας, δεν έχουν ευτυχήσει ιδιαιτέρως στον κινηματογράφο. Όμως κι οι πιο μέτριες αποδόσεις τους , για το θεατή καταλήγουν πάντα «συμπαθητικές» επειδή, αν μη τι άλλο, υπάρχει πάντα ο ΑΙΝΙΓΜΑ έτσι περίτεχνα όπως το πλέκει η ΜΕΓΑΛΗ, κι ο θεατής αν μη τι άλλο, την ώρα του την έχει «σκοτώσει», προσπαθώντας να «λύσει» το αίνιγμα» που του έβαλε η Αγκαθα.