Είχε δίκιο ένας φίλος που μιλούσε με προκαταβολικό σκεπτικισμό για την ταινία στηριζόμενος στο επιχείρημα ότι όσοι δεν ξέρουν το «FOX NEWS» και τα παρασκήνια του, είτε δεν θα ενδιαφερθούν για την ταινία είτε δεν θα μπορούν να την παρακολουθήσουν- ή , έστω, να βρουν ενδιαφέρον στην παρακολούθηση της. Παρόλο ότι, προκαταβολικά κι εγώ, αντέκρουσα το επιχείρημα στη βάση ότι πολλά έργα που μας αρέσουν βασίζονται σε γεγονότα που δεν γνωρίζαμε κι ότι η αξία έχει να κάνει με την κινηματογραφική επεξεργασία, είχε δίκιο! Μάλλον κι οι δύο είχαμε δίκιο……
Προτίμησα ως τίτλο της κριτικής την επισήμανση διαχωρισμού από το έργο του Αντον Τσέχωφ, διότι το «Τρεις αδελφές» υποχρεωτικά παραπέμπει στο έργο εκείνου. Κι ο θεατής μπορεί να το σκεφτεί με επιφύλαξη, αν θα πάει, εκείνος δηλαδή που το έχει δει πολλές φορές, να πάει να δει και μια ΤΟΥΡΚΙΚΗ βερσιόν. ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ!
Προτάσσω στον τίτλο της κριτικής τα ΟΠΤΙΚΑ ΕΦΦΕ διότι είναι το πρώτιστο ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ της ταινίας για το οποίο μπορώ να μιλήσω.
Από την ταινία λείπει η «μεγαλοσύνη» εξού και δεν μετάνιωσα, που, αυτήν ειδικώς, αποφάσισα να τη δω από το NETFLIX κι όχι στην αίθουσα. Το ένστικτο με καθοδήγησε για μια ακόμα φορά.
Διότι, σε αυτή την ταινία, ακόμα κι αν συμπτωματικά έχει συμβεί, μια ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ του ελληνικού κινηματογράφου των τελευταίων 45 και κάτι χρόνων, δείχνει ότι πήρε τέλος. Από τη στιγμή που μια φορά μπόρεσε και συνέβη, σημαίνει ότι ΜΠΟΡΕΙ. Η θεωρία του «auteur» της οποίας είμαι πολέμιος και τη θεωρώ σημαντικά υπεύθυνη για τα δεινά, εδώ κατακρημνίστηκε. Κι αναδεικνύονται ΟΛΟΙ ΜΑ ΟΛΟΙ οι συντελεστές!
Κι επιπλέον και «ιστορικά ακριβές», που σε άλλες περιπτώσεις κάτι τέτοιο δεν με ενδιαφέρει αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού σου δείχνει την Ιστορία μιας μάχης κι αυτό είναι το ζητούμενο του, οφείλει να είναι.
Είναι η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που η Δανία με προβληματίζει, αν όχι με απογοητεύει, με την επιλογή της τι να στείλει στα Οσκαρ .
Ναι, τη χαρακτηρίζω «σοφιστικέ» αυτή τη γαλλική κομεντί διότι ενώ έχει στοιχεία για να χαρακτηριστεί «φάρσα» ή κάποια άλλα για να τη θεωρήσεις «ρετρό», εντούτοις το «ΠΝΕΥΜΑ» που τη διακατέχει είναι τέτοιο ώστε να την κάνει μια διασκέδαση ποιότητος, όπου το είδος «κωμωδία» βρίσκει την πνευματική εκδοχή του.
Διότι περί αστυνομικού παιχνιδιού πρόκειται κι εντελώς διαφορετικού από το άλλο με την Ελεν Μίρεν και τον Σερ Ιαν Μακ Κέλεν, το «Ενας καλός ψεύτης». Εδώ είναι το αστυνομικό «ποιος είναι ο δολοφόνος;» μέσα από το αρχέτυπο της Αγκαθα Κρίστι αλλά και με την επιρροή μιας θεατρικότητας, που δηλώνεται κι από τη σκηνογραφία, της φαινομενικής επιρροής του «Σλουθ»
Τη χαρακτηρίζω έτσι, ως «Παράξενη Ταινία» απευθυνόμενος στους πολλούς, ως πρώτη σύσταση. Ως επεξήγηση του όρου «παράξενη» έχω να πω ότι για σπάνια φορά στα τελευταία αρκετά χρόνια, βλέπω μια ταινία που θέλει να πειραματιστεί, κι ο πειραματισμός δεν είναι απάτη, δεν είναι κοροϊδία. Συνεπώς οι θεατές οφείλουν να το γνωρίζουν.