Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι που μας δίδαξαν το ΜΕΤΡΟ (σε όσους θέλησαν να το διδαχτούν) όριζαν το σημείο εκείνο που βρίσκεται ακριβώς στη γραμμή η οποία διαχωρίζει την ΥΠΕΡΒΟΛΗ από την ΣΤΕΡΗΣΗ. Η ταινία «ΚΑΠΟΝΕ» πως τα κατάφερε να είναι έργο όπου η ΥΠΕΡΒΟΛΗ στα πάντα είναι το κύριο χαρακτηριστικό κι από την άλλη να μη μαθαίνουμε τίποτε για το βιογραφούμενο πρόσωπο, είναι, όσο να πεις… «κατόρθωμα». Με τη χειρότερη έννοια του όρου
Φυσικά, αν δεί κανείς την μαυρόασπρη παλιά ταινία παραγωγής 1943 με την ΓΚΡΗΡ ΓΚΑΡΣΟΝ και τον ΓΟΥΟΛΤΕΡ ΠΗΤΖΟΝ, υποψήφιοι κι οι δύο ΤΟΤΕ για Οσκαρ (απονομή 1944) , σε σκηνοθεσία Μέρβιν Λε Ρόυ, θα αποκομίσει τη γοητεία των ταινιών εκείνων, της περιόδου εκείνης κι ενός είδους, όπως η δραματική βιογραφία, που ακολουθούσε τους κινηματογραφικούς κανόνες χωρίς να δίνει λογαριασμό στη θεωρητικολογία- Έμενε μόνο να ακούει το ανόητο κι αντικαλλιτεχνικό «κατά πόσο απέχει από την πραγματικότητα». Η «Μαντάμ Κιουρί» του 1943 ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΟΥΣΕ την πραγματικότητα διότι αυτή ήταν η αποστολή της.
Η οποία παραμένει «Κωμωδία» και δεν παρασύρεται από τον κοινωνικό της στοχασμό στο να ξεφύγει προς άλλες κατευθύνσεις. Κι από την άλλη είναι αρκετά διαφορετική τόσο ως κωμωδία όσο κι ως κοινωνική επισήμανση από άλλες ιταλικές που γνωρίζουμε. Ο ελληνικός τίτλος λίγο την «κατεβάζει» αλλά φαντάζομαι πως ήθελαν να επισημάνουν ότι πρόκειται για κωμωδία διότι ο ιταλικός τίτλος «Παιδιά» δεν λέει απολύτως τίποτα.
Η ΛΙΝΤΑ ΜΠΑΑΡΟΒΑ ήταν η μεγαλύτερη σταρ του προπολεμικού τσεχοσλοβάκικου κινηματογράφου , ΥΠΑΡΚΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ εννοείται, η οποία πήγε στη Γερμανία για διεθνή καριέρα κι εκεί κατέληξε ερωμένη του Γκαίμπελς.
Είναι καταπληκτικό αυτό που συμβαίνει με κάποια μέρη του κόσμου, τα οποία μπορούν να φτιάχνουν ένα ασφαλές πλαίσιο- ντεκόρ ώστε να περιθάλψουν με τον πιο φιλόξενο τρόπο μια ιστορία. Η ΤΟΣΚΑΝΗ (κι η μαμά της, η ΙΤΑΛΙΑ) είναι ένα από αυτά.
Βάζω στον τίτλο της κριτικής για αυτή την ΙΣΠΑΝΙΚΗ ταινία το διαχωρισμό των εννοιών και των ειδών επειδή επικρατεί μία σχετική σύγχυση πάνω στα είδη και στους προσδιορισμούς τους.
Είναι το καλύτερο της θερινής σαιζόν, για την ώρα, κι αν βάλουμε ως δεύτερο «ΤΟ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ», έστω και με αρκετή διαφορά μεταξύ τους, τότε, μπορούμε να πούμε ότι το καλοκαίρι του 2020, η ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ, ως κινηματογραφία είναι που παίρνει κεφάλι και βγαίνει μπροστά από τις άλλες θερινές πελάτισσες ήτοι ΓΑΛΛΙΑ, ΙΣΠΑΝΙΑ, ΙΤΑΛΙΑ. Κι ως γκάμα ειδών, κι ως φρεσκάδα
Τρεις φίλοι, μέσα σε ένα διαμέρισμα, κάτι σαν τους…. «Νταντάδες» του Γιώργου Σκούρτη, συνομιλούν…
Η κωμωδία με το trailer και …με όσα γράφτηκαν, κάπου μας ξεγελάει, ως κωμωδία καλοκαιριού και τι ακριβώς είναι. Μόνο που δεν πρόκειται για κάποια φάρσα τύπου «Διακοπές στην Ιμπιζα» και άλλα τέτοια ούτε για κανένα νοσταλγικό με παλιά καλοκαίρια κι άφθονο ρετρό.
Διαφέρει απολύτως από τις άλλες γαλλικές που έχουν βγει κατά τη φετινή, θερινή περίοδο. Κι ο λόγος είναι πως ναι μεν γαλλική αλλά στην ουσία τυνησιακή! Όχι κινηματογραφικά, πως και καλά η Τυνησία παράγει καλύτερο σινεμά από τη Γαλλία αλλά ως ύφος κι ως περιεχόμενο