Και λογικά, μια και μπαίνουμε στην περίοδο των Οσκαρ, αυτές οι εκπλήξεις θα πληθαίνουν. Είναι η ΤΡΙΤΗ (με σειρά εμφανίσεως) καλή ταινία που συνιστώ ανεπιφύλακτα ύστερα από τον «ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ» και το «LION» (την «ΑΦΙΞΗ» ως ολοκληρωμένη ταινία την έχω ένα σκαλοπάτι πιο κάτω).
Κι αυτός ο καλός σκηνοθέτης, ο ΝΤΕΝΙ ΒΙΛΝΕΒ, είναι που κάνει τη διαφορά παρόλο ότι το έργο δεν μπορεί να κρύψει και κάποιες ελαττωματικότητες του οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν μερικούς θεατές στη σύγχυση και στην εξ αυτής ανία.
Υπάρχουν κάποια έργα που από την πρώτη στιγμή, από την πρώτη εικόνα, επικοινωνούν είτε στον απλό θεατή είτε στον επαγγελματία κριτικό, ένα αίσθημα από το οποίο πιάνεται και με αυτό παρακολουθεί ολόκληρη την ταινία. Το αίσθημα αυτό μπορεί να είναι θετικό , μπορεί να είναι κι αρνητικό. Στην «ΟΔΥΣΣΕΙΑ» επικράτησε το δεύτερο σε εμένα προσωπικά από το ξεκίνημα σχεδόν της ταινίας.
Δεν του «φαίνεται», δεν διαφημίστηκε, δεν ξέρω τι αστέρια του έβαλαν , ξέρω όμως ένα πράγμα: Πως έτσι και διαβείς το κατώφλι του σινεμά και μπεις στην αίθουσα, ΤΕΛΕΙΩΣΕ. Το φιλμ σε κατακτά ολοσχερώς! ΚΙ ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ
Ισως να φταίει και το γεγονός πως εκτιμώ απεριόριστα τον ΡΟΜΠΕΡΤ ΖΕΜΕΚΙΣ ως σκηνοθέτη κι ως εκ τούτου να πήγα προετοιμασμένος για πολύ μεγάλες μαγείες. Ισως δηλαδή αν δεν τον εκτιμούσα πολύ, όπως κάποιοι άλλοι, από ό,τι φαίνεται, που αποφάσισαν να τον «ανακαλύψουν» εδώ κι όχι σε κάποιο από τα ψυχαγωγικά αριστουργήματα του τα οποία είναι μεγάλης κινηματογραφικής και καλλιτεχνικής-κατεπέκταση – αξίας να είχα σχηματίσει διαφορετική γνώμη, περισσότερο θερμή για την ταινία.
Εδώ και καιρό έχω λοξοδρομήσει υπέρ των ταινιών που παράγει η «Marvel» στο είδος αυτό που είναι καταδικασμένο στην περιφρόνηση. Εδώ και καιρό διαχωρίζω το είδος αυτό όταν το παράγει η συγκεκριμένη εταιρία από όταν το παράγουν άλλες.
Κι είναι πετυχημένη όχι επειδή μένει «πιστή» στο πρωτότυπο αλλά επειδή η διασκευή γίνεται με κινηματογραφικούς όρους κι όχι με τους όρους του βιβλίου. Και δίνει αφορμή να πούμε μερικά πράγματα περί του τι εστι κινηματογραφική μεταφορά βιβλίου (ή και θεατρικού έργου) στην οθόνη επειδή πολλά «τέρατα» λέγονται και γράφονται γύρω από αυτό το θέμα. Κι επειδή το εν λόγω μυθιστόρημα του ΧΑΝΣ ΦΑΛΑΝΤΑ είναι ένα από τα τρία πιο αγαπημένα μου μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων( τα άλλα δύο είναι το «ΕΡΩΣ» του ΚΡΑΟΥΣΕΡ ΧΕΛΜΟΥΤ και το «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ» του ΛΕΟΝΑΡΔΟ ΠΑΔΟΥΡΑ)
Εχει όλα τα εξωτερικά προσόντα για να αρέσει: Μελό, καλή παραγωγή, υπέροχη φωτογραφία, θαυμάσιο cast, ονειρεμένη μουσική…., όλα όσα έχουμε ενίοτε ανάγκη για να αφεθούμε στο σινεμά και να παραμυθιαστούμε. Τι δεν έχει; Κάτι, ΚΑΤΩ από όλα αυτά.
…αλλά, τι να το κάνεις; Με τόση ασυδοσία στην έξοδο ταινιών, ποιος προλαβαίνει να τα δει;
Ή… Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΛΗ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΣΑΙΖΟΝ- Θα μπορούσα να είχα βάλει κι αυτό τον χαρακτηρισμό δίπλα στον τίτλο , όμως προτίμησα να το προσωποποιήσω και να το στρέψω όλο πάνω στον Μελ διότι θεωρώ ότι όλο αυτό είναι δική του υπόθεση.