Η Ιταλία στέλνει πολύ πράγμα φέτος στην Ευρωπαική Ακαδημία, τουλάχιστον στα προκριματικά. Να δούμε τι θα περάσει. Το «Mia madre» του ΝΑΝΙ ΜΟΡΕΤΙ ανήκει στο είδος του σινεμά του auteur. Το σινεμά δηλαδή όπου καλείται το κοινό να δει τι θέλει ή τι θα ήθελε να πει ο ποιητής κι όχι το έργο καθαυτό.
Η Γερμανία «κατεβαίνει» στα προκριματικά της Ακαδημίας με ταινίες που αφορούν στο ναζιστικό στίγμα της. Υπάρχει κι άλλη μία ταινία, που είναι ακόμα πιο «ζόρικη», το «LABYRINTH OF LIES» για την οποία θα γράψω όταν έρθει η σειρά της.
Κι όταν τύχει να μας επισκεφτεί, πετάμε από τη χαρά μας και δεν χορταίνουμε να το βλέπουμε. Το εν λόγω σινεμά είναι να έχεις να πεις πράγματα και να τα δίνεις στον κόσμο με τους όρους του κινηματογράφου και του καλώς εννοούμενου entertainment, της καλώς εν νοούμενης ψυχαγωγίας. Τέτοιο είναι το «Sicario», τέτοια περίπτωση είναι κι ο σκηνοθέτης του φιλμ , ο Καναδός ΝΤΕΝΙΣ ΒΙΛΕΝΕΒ
Εμπρός στο δρόμο που άνοιξε ο Γαβράς με το «Τσεκούρι» και συνέχισαν οι αδελφοί Νταρντέν με το « Δύο μέρες μια νύχτα». Και τώρα παραλαμβάνει τη σκυτάλη ο άγνωστος μέχρι χτες ΣΤΕΦΑΝ ΜΠΡΙΖΕ με το «Νόμο της αγοράς»
Με την περίπτωση Λάνθιμου έχουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα τι ζητάμε εμείς από τον ελληνικό μας κινηματογράφο και τι του βρίσκουν οι ξένοι. Με τον ιταλικό έχουμε να απαντήσουμε στο ανάποδο: ΤΙ ΖΗΤΟΥΝ ΟΙ ΞΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΙΤΑΛΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
Εντυπωσιάστηκα. Με την ευφυΐα που το διέπει και με τα πολλά επίπεδα προσληπτικότητας.
Την ίδια ώρα που προσπαθούμε στην Ελλάδα να δούμε πως θα τοποθετηθούμε απέναντι στον ΓΙΩΡΓΟ ΛΑΝΘΙΜΟ και σε όλη αυτή την κίνηση (ούτε καν κίνημα) του λεγόμενου weird cinema.
Ξεκινώ από εδώ την παρουσίαση και τη γνωριμία με το κοινό κάποιων ευρωπαικών ταινιών που «παίζουν» στη shortlist των 54 φιλμ της ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ. Διότι είναι αμφίβολο αν θα τις δούμε μα κι αν τις δούμε, κακό δεν κάνει μια πρώτη τοποθέτηση. Κι επειδή στην Ελλάδα κάποιοι νομίζουν για «ευρωπαικό» μόνο ό, τι συμμετέχει στις Κάννες….
Το κέφι με το κάποιο ελάχιστο οικολογικό μήνυμα , ώστε να δικαιολογεί απόλυτα την παρουσία του ΡΟΜΠΕΡΤ ΡΕΝΤΦΟΡΝΤ, επιχειρεί και πετυχαίνει η ταινία. Το καλύτερο στοιχείο της είναι η συνύπαρξη ΡΕΝΤΦΟΡΝΤ με ΝΙΚ ΝΟΛΤΕ, σε δύο ρόλους αντιθέτων που έχουν κοπεί και ραφτεί εντελώς πάνω τους.
Τον αποκαλώ «γαμπρό μας» διότι είχε παντρευτεί την διάσημη στα χρόνια του 50 και κάπως του 60 Ιταλίδα σταρ ΑΝΤΟΝΕΛΑ ΛΟΥΑΛΝΤΙ, η οποία είναι ΕΛΛΗΝΙΔΑ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙΑ για την ακρίβεια. Ελάχιστοι το ξέρουν και δυστυχώς ελάχιστοι ΤΗΝ ξέρουν κι είναι ντροπή.