Οχι πως η κοπέλα που την αντικαθιστά στις νεανικές της σκηνές, η ΣΟΦΙ ΚΟΥΚΣΟΝ, δεν ανταποκρίνεται, αλλά να.. έτσι όπως ξεκινά η ταινία και βλέπεις το πρόσωπο και την έκφραση της Ντέημ Τζουντι και το ρόλο στον οποίο πήγες να τη δεις , πληροφορημένος ότι παίζει μια συμμαζεμένη προχωρημένης ηλικίας νοικοκυρά που αποδείχτηκε ότι επί σειρά δεκαετιών ήταν πράκτορας της ΚΑ-ΓΚΕ-ΜΠΕ και δούλε για λογαριασμό των Σοβιετικών στους οποίους παρέδιδε «μυστικά»…, ε, την ήθελες σε όλη τη διάρκεια να την βλέπεις.
Ο κινηματογράφος της ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ εξακολουθεί να μας εκπλήσσει ευχάριστα με το να βλέπουμε πως έχει μπει για τα καλά στο σινεμά των ΕΙΔΩΝ και δοκιμάζει τις δυνάμεις του εδώ κι εκεί.
Αυτό είναι το σημαντικότερο στοιχείο κατά τον υπογράφοντα, σε τούτη την ταινία, το οποίο αφορά αφενός σε όποιον ενδιαφέρεται να κατανοεί το αντικείμενο κι αυτό που λέμε «σενάριο» κι αφετέρου στο θεατή που μπορεί ανεπηρέαστα από το τι του γράφουν ή του λένε, να απολαύσει την συγκεκριμένη ταινία.
Ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω από το «εύρημα», το σεναριακό «εύρημα» που περισσότερο αφορά στο story του ΤΖΑΚ ΜΠΑΡΘ και λιγότερο στο σενάριο του ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΚΕΡΤΙΣ, επειδή είναι αυτό που μπλοκάρει πολλούς θεατές οι οποίοι δεν μπορούν να εξηγήσουν μέσα τους το ανικανοποίητο της ολοκλήρωσης.
Την εκτίμηση μου στην ιταλική κωμωδία την έχω διατυμπανίσει τόσες φορές ώστε καταλήγει σε «πληροφορία επαναλαμβανομένη ίσον άκυρη», που μου είχε διδάξει κάποιος σοφός, τουλάχιστον όσον αφορά στους αναγνώστες που με έχουν παρακολουθήσει συστηματικά.
Κι ο λόγος είναι απλός: ΣΕΝΑΡΙΟ…ΣΕΝΑΡΙΟ…ΣΕΝΑΡΙΟ.. Οπου για μια ακόμα φορά αποδεικνύεται πως η σκηνοθεσία από εκεί εκπορεύεται εξού και βλέπουμε πολλούς σεναριογράφους να μεταπηδούν στη σκηνοθεσία με θαυμαστά αποτελέσματα, σε αντίθεση με σκηνοθέτες , ακόμα και καλούς, που όταν επιχειρούν να γράψουν σενάριο ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ, δικό τους, κάμπτονται..
Το «Κι όμως», έχει να κάνει με το Χρόνο, με το ότι μετά από τόσα χρόνια, το φιλμ της ΑΝΙΕΣ ΒΑΡΝΤΑ επιδεικνύει χυμούς αντοχής, και κυρίως με το θέμα και την κατάληξη του που σε παρεϊστικες συζητήσεις, μπορεί να σε βγάλει κι από τα ρούχα σου. Βασικά , η κατάληξη του: Αυτή η ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ των Γάλλων δίκην ερωτικού μοντερνισμού και γύρω από το «τρίο» που ειδικά στη «νουβέλ βαγκ» και ειδικότερα μετά το «Ζυλ και Τζιμ» του Τρυφφώ έκανε θέμα τη λειτουργικότητα και τον εξωραϊσμό του τρίο, αν και στην περίπτωση του Τρυφφώ, η κατάληξη ήταν άλλη.
Αποφάσισα να γράψω για το «TOY STORY 4» επειδή το ξεχώρισα από άλλα sequels ή και remakes των ημερών, όπως το «X MEN ή το «ΑΝΔΡΕΣ ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ», τα οποία τα είδα αλλά δεν βρήκα κανένα απολύτως λόγο, κανένα ερέθισμα ώστε να γράψω για αυτά το παραμικρό. Τα προσπέρασα και μέσα στο μυαλό μου, ειδικά το «Ανδρες με τα μαύρα» που δεν βρήκα κανένα απολύτως λόγο ότι έπρεπε να είχε γίνει. ΚΙ επειδή αυτή την περίοδο έχω δει μερικές ξένες σειρές και δεν θέλω να γίνω κριτικός σειρών αλλά φοβάμαι δεν θα τα αποφύγω τελείως, αναρωτιέμαι για πιο λόγο να γράφω για τα «καινούργια επεισόδια» κινηματογραφικών ταινιών και να μην γράφω για το «νέο κύκλο» ή έστω για τη φυσιολογική συνέχεια της υπόθεσης ενός τηλεοπτικού προϊόντος που ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ, είναι και καλύτερα..
‘H “feel good” α λα γαλλικά. Μια και τέτοιο πράγμα είναι η ταινία! Η οποία προτάθηκε για 10 ΣΕΖΑΡ και τιμήθηκε μόνο με ένα- θα μιλήσουμε λεπτομερέστερα πιο κάτω.
Με την επανάληψη αυτής της ταινίας και με τόσα αστυνομικά αινίγματα κι αινιγματάκια γύρω μας, έρχεται η στιγμή να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Με μια πικρή διαπίστωση όμως ΟΤΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΙΝΕΜΑ ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ ΔΕΝ ΞΑΝΑΓΙΝΕΤΑΙ. Τα υπόλοιπα είναι παρηγοριά για να την βγάλουμε στο παρόν.
Ο «ΜΑΡΤΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ», μαυρόασπρος, παραγωγής 1957, είναι Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ !!!! Το κατά Σύντνεϋ Λιούμετ «Εγκλημα στο Οριάν Εξπρές» του 1974, έπεται