Το λέω αυτό επειδή ο ΑΝΓΚ ΛΙ είναι ένας ακομπλεξάριστος σκηνοθέτης, που δοκιμάζει τον εαυτό του σε όλα τα είδη, συνήθως με επιτυχία, που έχει γυρίσει από ρομαντικά δράματα βιβλίων της Τζέην Ωστιν μέχρι gay θεματολογίες τόσο στην Ταϊβαν (την κομεντί «Γαμήλιο δείπνο» που ήταν η πρώτη του υποψηφιότητα για ξενόγλωσσο Οσκαρ) όσο και στις ΗΠΑ τη δραματική εκδοχή του είδους («Το μυστικό του Brokeback mountain», που του χάρισε το πρώτο Οσκαρ σκηνοθεσίας), ως φιλοσοφικά παραμύθια της Ανατολής που του απέφεραν επίσης Οσκαρ είτε στην ξενόγλωσση κατηγορία κι εννοώ το «Τίγρης και Δράκος» είτε το δεύτερο Οσκαρ σκηνοθεσίας κι εννοώ τη «Ζωή του ΠΙ». Κι έχει γυρίσει και blockbuster, το “Hulk”. Τα αναφέρω όλα αυτά επειδή δείχνουν την ανοιχτή βεντάλια ειδών και ταινιών της καριέρας του και το ότι του αρέσει να δοκιμάζει και να κάνει ταινίες όμορφες που θα τις ευχαριστηθεί κι ο ίδιος ως θεατής.
Κι όταν συμβαίνει αυτό, ειδικά σε ένα έργο γύρω από την Τέχνη όπου η ιστορία προσπαθεί να συντονιστεί με το εικαστικό, έχουμε θέμα.
Επέλεξα ένα πρόγραμμα από αυτά του Φεστιβάλ Δράμας Ταινιών Μικρού Μήκους και πήγα να το δω. Από έξη ταινίες. Δυστυχώς ο Χρόνος δεν μου επέτρεψε περισσότερα. Διάλεξα αυτό για το οποίο συνολικά είχα ακούσει τα περισσότερα. Μέσα σε αυτά ήταν και το φιλμάκι του ΒΑΣΙΛΗ ΚΕΚΑΤΟΥ «Η απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς» που τιμήθηκε στο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΩΝ με το «ΧΡΥΣΟ ΦΟΙΝΙΚΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΤΑΙΝΙΑΣ». Κι έχω να πω ότι είδα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα.
Πολύ την εκτίμησα αυτή την ταινία του Γερμανού σκηνοθέτη ΦΛΟΡΙΑΝ ΧΕΝΚΕΛ ΦΟΝ ΝΤΟΝΕΡΣΜΑΡΚ, και τον ίδιο φυσικά, διότι είδα πως από μια χρονική, ιστορική περίοδο για τη χώρα του, έβγαλε ένα εντελώς διαφορετικό φιλμ, με μια άλλου τύπου ιστορία και με εντελώς διαφορετικού τύπου προσέγγιση. Εξού κι ο τίτλος που έδωσα στην κριτική, που δεν προέρχεται από παιχνδιάρικη διάθεση αλλά ακριβώς πως μέσα από εκείνη τη Γερμανία που διχάστηκε εξαιτίας ενός βεβαρυμένου παρελθόντος, θέλησε να δείξει κι άλλα πράγματα.
Ξεκινώ από αυτό , από το ρήμα «ΗΛΕΚΤΡΙΖΕΙ» , του ΓΙΟΑΚΙΝ ΦΙΝΙΞ κι η κριτική που θα γράψω για αυτόν περισσότερο θα μοιάζει με ..ερωτική εξομολόγηση. Διότι έχει να κάνει με το ρήμα αυτό.
Δεν συμμερίζομαι τα αρνητικά σχόλια που συνόδευσαν την ταινία κι ο λόγος που δεν τα συμμερίζομαι είναι καθαρώς ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΣ και τίποτε άλλο.
Από εκεί και πέρα, ο καθένας θα πάει να δει την ταινία που θέλει να δει και ίσως όχι αυτήν που προβάλλεται στο «πανί». Ο υποφαινόμενος θα γράψει για την ταινία του «πανιού», διότι έτσι αντιλαμβανόταν- αντιλαμβανόμουν!- ανέκαθεν την κριτική και το ρόλο της Ξεκινώντας από ένα «μότο» πως «αν η κριτική είναι κάτι τόσο υποκειμενικό και δεν συμπλέει με τους κανόνες του αντικειμένου, τους κανόνες που διέπουν μια κινηματογραφική ταινία, τους κανόνες της Τέχνης του Κινηματογράφου δηλαδή, τότε ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΛΟΓΟ ΝΑ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ». Αυτό , λοιπόν, που θα διαβάσετε παρακάτω είναι ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΓΑΒΡΑ ΚΙ ΟΧΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΗ ΒΑΡΟΥΦΑΚΗ.
H ταινία παρά τη σχετικά μεγάλη διάρκεια (αν και τις 2,5 ώρες δεν τις λες και «μεγάλη διάρκεια» όταν υπάρχουν και κάτι 4ωρες…) καταφέρνει κι αρπάζει τον θεατή και τον κρατά εκεί, ίσαμε το τέλος. Και τούτο γιατί υπάρχει εξαιρετική αφήγηση κι η αφήγηση εδώ είναι συγκερασμός σκηνοθεσίας και σεναρίου (από διασκευή του βιβλίου της ΝΤΟΝΑ ΤΑΡΤ- θα πούμε παρακάτω γι αυτό διότι εδώ κρύβεται το επίμαχο σημείο) κι υπάρχουν κι εξαιρετικοί ηθοποιοί, εξαιρετική δουλειά στην ανεύρεση ηθοποιών- για να είμαι πιο σαφής.
Ολη η ανησυχία βασιζόταν σε αυτό: Αν η ταινία θα μπορούσε να αποδεσμευτεί από την τηλεοπτική καταγωγή της και να γίνει κινηματογραφικό φιλμ, αυτόνομο, που να παρακολουθείται και με ενδιαφέρον.
Η αργεντίνικη αυτή ταινία του ΠΑΜΠΛΟ ΤΡΑΠΕΡΟ σε σεναριακή συνεργασία ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΡΟΧΑΣ ΑΠΕΛ, είναι ένα «μάθημα» περί διαφοράς ενδιαφέρουσας σεναριακής ιδέας και κατάληξης σε σενάριο.