Η «ΧΕΙΜΕΡΙΑ ΝΑΡΚΗ», που τιμήθηκε με τον «Χρυσό Φοίνικα» στο Φεστιβάλ Κανών του 2014, είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα του φεστιβαλικού κινηματογράφου και του σινεμά του auteur. Του σινεμά εκείνου που δίνει περισσότερη σημασία στο ποιός έκανε την ταινία παρά στην ίδια την ταινία.
Ενθουσιάστηκα με αυτή την ταινία. Ο ένας και βασικός λόγος είναι ότι οι συντελεστές ήταν άγνωστοι, άρα αν δεν δεις, τι να προφητέψεις; Όταν όμως δεις….
Και να σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για ένα είδος, το οποίο υπερασπίζομαι. Αυτή την ανάλαφρη, κοσμοπολίτικη, αστυνομική ή κατασκοπική κομεντί, που σε ξεκουράζει, σε διασκεδάζει, σου δείχνει ωραία μέρη, ωραία ξενοδοχεία, ωραία πρόσωπα. ωραία μπερδέματα. Δυστυχώς το συγκεκριμένο προιόν του είδους δηλώνει ότι ο φούρνος του Χόλυγουντ που ψήνει αυτά τα γλυκά χρειάζεται επειγόντως επαναρρύθμιση.
Ζητούμενο επίτευγμα στην Ηθοποιία είναι να καταφέρει ο ηθοποιός να πείσει ότι έγινε ΕΝΑ με τον χαρακτήρα, με το ρόλο δηλαδή, που υποδύεται. Όμως για να συμβεί χρειάζεται προηγουμένως ο ρόλος. ΚΙ εδώ είναι υπόθεση σεναριογράφου κι έργου… Κάποιες φορές και της ίδιας της Ζωής…
«Ανισότητες» είναι η πρώτη λέξη που μου έρχεται πάντα στο νου όταν βλέπω μια ταινία του Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ. Ακόμα και στις καλύτερες του. Από τον κανόνα δεν ξεφεύγει η τελευταία του ταινία που έτσι κι αλλιώς ΔΕΝ κατατάσσεται στις καλύτερες του…
Ασυνήθιστο για όσους παρακολουθούν το σινεμά μέσω σκηνοθετών και πράγματι είναι διαφορετικό, στην όψη τουλάχιστον, από τα άλλα έργα του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου. Ασυνήθιστο και για όσους παρακολουθούν το σινεμά μέσω των ταινιών και ξαφνιάζονται ευχάριστα, κυρίως για τα σύγχρονα αμερικάνικα κινηματογραφικά δεδομένα . Και στις δύο περιπτώσεις, η πληρότητα είναι που προσφέρει την ικανοποίηση άρα ΤΟ ΕΡΓΟ
Όταν είδα την πρώτη φορά τη σουηδική αυτή ταινία του σκηνοθέτη Ρούμπεν Οστλουντ, σε συνθήκες κλειστής ιδιωτικής προβολής για την Ευρωπαική Ακαδημία, τη χαρακτήρισα ως σύγχρονη σουηδική προσπάθεια να συνδυαστούν η περιπέτεια ως είδος με τα ψυχογραφικά του Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Τη δεύτερη φορά που την είδα σε συνθήκες αίθουσας , με κοινό, μου φάνηκε οικογενειακό δράμα και τίποτε άλλο. Η κατάμεστη αίθουσα το προσυπέγραφε. Κι η αναφορά στον Μπέργκμαν ήταν «σουηδική βιασύνη» και τίποτε άλλο.
Μια κι η προβολή της ταινίας του Μάικ Λι συνέπεσε στην Αθήνα με την ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων για τα Οσκαρ, κι έλαβε τέσσερις (4), ας ξεκινήσουμε από τα επιτεύγματα του και στη συνέχεια περνάμε στις αδυναμίες του
Ας την προσεγγίσουμε λίγο διαφορετικά αυτή την ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ταινία που βλέπω ότι έχει πολλούς φίλους κι οπαδούς οι οποίοι επιθυμούν, με τις δυνατότητες που παρέχει πιά στις μέρες μας το Διαδίκτυο, να εκδηλωθούν υπέρ αυτής, να της δώσουν ακόμα και το Οσκαρ. Δεν πάω να τους απογοητεύσω- κάθε άλλο!-αλλά να τους εξηγήσω μερικά πράγματα που παρεξηγούν. Και στέκομαι σε αυτό το σημείο επειδή όλη η συζήτηση γύρω από την ταινία έχει σημείο αναφοράς τα Οσκαρ.
Δηλαδή, εξωτερικά αψεγάδιαστο, στην ουσία κανένα βάθος, χωρίς αυτό να σημαίνει όμως ότι του λείπει το περιεχόμενο. Απλώς η προσέγγιση γίνεται μέσω μιάς καλά οργανωμένης παραγωγής κι ενός εξίσου οργανωμένου publicity, που η «σκηνοθέτης Τζολί» όπως συστήνεται στο διαφημιστικό trailer, γνωρίζει πολύ καλά.