Η «μοίρα» των «Auteurs» είναι ότι κάποια στιγμή τους βαριούνται αυτοί που τους «κατασκεύασαν». Με αποτέλεσμα να έρχεται η ώρα της κατάργησης τους, όταν ξαφνικά και στα καλά καθούμενα, χωρίς να έχει αλλάξει τίποτε στο έργο τους, να τους θεωρούν «επαναλαμβανόμενους», «βαρετούς»….., ουσιαστικά κάνουν προβολή της δικής τους βαρεμάρας, πάνω τους. Διότι όπως μου είχε πει κάποτε, ο ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΒΡΑΣ, σε μια συνάντηση μας στο Φεστιβάλ της Βενετίας, έξω από τη Sala Perla, το θυμάμαι σαν να ήταν τώρα, πως «το πρόβλημα των κριτικών είναι ότι κάποια στιγμή βαριούνται». Κι αυτή την κουβέντα την κράτησα, την είδα πως εφαρμοζόταν στην πράξη, άρα πόσο σοφή ήταν.
Η αστυνομική αυτή περιπέτεια με πρωταγωνιστή τον ΛΙΑΜ ΝΗΣΟΝ, είναι ένα έργο που ψυχαγωγεί, είναι μια αστυνομική περιπέτεια από εκείνες που ήταν γεμάτος ο κινηματογράφος και κρατούσαν το οικοδόμημα ζωντανό και που με τα χρόνια εξέλιπαν.. Κι αν δεν εξέλιπαν, αντιμετωπίζονταν , από «άνωθεν» εντολή, με περιφρόνηση διατυπωμένη σε δύο το πολύ αράδες. Ακόμα και για τον Λίαμ Νήσον πως παίζει σε περιπέτειες κι αυτό είναι.. υποβάθμιση. Και ποιος τους είπε ότι ο Λίαμ Νήσον δεν θέλει να παίζει τέτοια έργα και να μείνει ως εκπρόσωπος αυτού του είδους , στο οποίο προσφέρει την ποιότητα του ταλέντου του και το εκτόπισμα της προσωπικότητας του.
Ευκαιρία, στα θερινά σινεμά να αποκατασταθεί η ταινία αυτή με την άφθαστη ψυχαγωγική αξία και με τη φαντασία με την οποία την έχουν στήσει οι συντελεστές της.
Πολύ θετικές οι εντυπώσεις από την ταινία του νέου Ελληνα σκηνοθέτη ΦΩΚΙΩΝΟΣ( ή ΦΩΚΙΩΝΑ…) ΜΠΟΓΡΗ, ο οποίος έχει γράψει και το σενάριο σε συνεργασία με τον ΠΑΝΟ ΤΡΑΓΟ , και μάλιστα στους τίτλους αναγράφεται και «σύμβουλος σεναρίου» (Γιώργος Τελτζίδης) οπότε στο φινάλε μου «εξηγήθηκαν» και τα αίτια των θετικών εντυπώσεων. Ότι υπήρχε δουλειά στο σενάριο, δούλεψαν τρεις άνθρωποι για αυτό, ο ένας είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ο οποίος συνυπογράφει και το ΜΟΝΤΑΖ (μαζί με τον Γιώργο Γεωργόπουλο).
Αν και δεν είναι ακριβώς «φάρσα», είναι καθαρόαιμη κωμωδία, που όμως για να πλέξει κωμικά τις καταστάσεις περνά κι από το στοιχείο της «απιθανότητας», για αυτό και χρησιμοποίησα τη λέξη. Κυρίως, όμως, τη χρησιμοποίησα επειδή η ΙΤΑΛΙΚΗ αυτή κωμωδία, της σύγχρονης ιταλικής παραγωγής που ο πολύς κόσμος δεν την γνωρίζει και οι γράφοντες συνηθίζουν να την προσπερνάνε με απαξίωση, δίνει ένα ΣΤΙΓΜΑ: Πως για τους ΙΤΑΛΟΥΣ, για την Ιταλική Τεχνη γενικότερα, η κοινωνική αναφορά είναι πρώτιστο στοιχείο ακόμα και για ένα είδος που σκοπό έχει τη δίωρη ξεκούραση του θεατή.
«Απασφαλίζει» διότι στην οθόνη χυμά ακάθεκτη από το πρώτο κιόλας πλάνο, δείχνοντας για μια ακόμα φορά κι επιβεβαιωνοντας εκείνους που την έχουν «δει» κάτι χρόνια πίσω ότι κατάγεται από την στόφα των παλιών μεγάλων του κάποτε Χόλυγουντ και σίγουρα για ηρωίδες τύπου Χίτσκοκ αυτή την εποχή θα ήταν η πιο ενδεδειγμένη, μην πω και γεννημένη-για αυτές.
Η «ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ» είναι ταινία από τη ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ, του σκηνοθέτη ΧΑΫΡΟ ΜΠΟΥΣΤΑΜΑΝΤΕ, και βαδίζει σε ένα δρόμο προώθησης. Πέρασε ένδοξα από Φεστιβάλ, μπήκε και στην 15άδα της μικρής λίστας για το Διεθνές Οσκαρ 2021, το σπρώχνουν κι οι «ατζέντηδες» μέσω «Χρυσών Σφαιρών», και με διάφορα που λέγονται για αυτήν εξάπτει τη φαντασία.
Το χαρακτηρίζω «ασυνήθιστο» επειδή κάπου και κάπως μπερδευτήκαμε τα τελευταία χρόνια και ξεχάσαμε ή αφήσαμε να πάρουν στο ασυνείδητο διαφορετικές διαστάσεις, κάποια πράγματα..
Πάντα ανεβαίνει στην εκτίμηση μου ένα έργο, που η υπόθεση του όπως τη διαβάζεις σου φαίνεται απωθητική, και διαπιστώνεις στην παρακολούθηση ότι ο τρόπος με τον οποίο δόθηκε τη μεταβάλει σε θελκτική. Τέτοια περίπτωση είναι «ΤΑ ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ» με ηθοποιίες που βάζουν πλώρη για την κατάκτηση, κι όχι απλώς την υποψηφιότητα, για το ΟΣΚΑΡ του 2021
Με τις καλύτερες εντυπώσεις έμεινα από την τελευταία ταινία του ΓΙΑΝΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ, την οποία είδα πολύ καθυστερημένα διότι μας χώρισαν αρχικά οι θεραπείες του τένοντα κι αφετέρου ο κορονοϊός.