Άλλο ένα ακόμα εκπληκτικό δείγμα γραφής από τον ΦΑΤΙΧ ΑΚΙΝ, κι όταν λέω ΓΡΑΦΗΣ, κυριολεκτώ . Επειδή ξεκινάμε από την ΓΡΑΦΗ, την συγγραφή δηλαδή, του σεναρίου και αβίαστα περνάμε στη σκηνοθεσία αφού στην περίπτωση του Φατίχ…Μάνκιεβιτς, το σενάριο κι η σκηνοθεσία είναι ένα πράγμα.
Κι η ανειλικρίνεια μπορεί να διαφέρει από το ψέμα, χρεώνεται, όμως, ως ΜΙΣΟ ΨΕΜΑ…
Κι αυτό το μισό ψέμα επικοινωνείται, χωρίς να το καταλαβαίνει το ίδιο, αλλά το καταλαβαίνει το κοινό, που μπορεί να μην είναι σε θέση να εξηγήσει (όπως μας «δίδαξε» ο Γούντυ Αλεν δια στόματος γκάνγκστερ-Τσαζ Παλμιντέρι στο «Σφαίρες πάνω από το Μπρόντγουέι») όμως μπορεί και καταλαβαίνει τα πάντα.
Βέβαια, στην περίπτωση της «Φαντασίας» είναι και το κοινό ανειλικρινές.
ΑΠΟΛΑΥΣΗ είναι η λέξη που χαρακτηρίζει αυτή την ταινία η οποία ανήκει σε ένα είδος στο οποίο δύο μεγάλοι ηθοποιοί, ΘΕΑΤΡΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ κι ανάλογης ακτινοβολίας που δεν αφήνει , όμως, ασυγκίνητο τον κινηματογραφικό φακό, μας καλούν να διασκεδάσουμε σε ένα πανέξυπνο, αστυνομικό παιχνίδι.
Ένα παιχνίδι ανάλαφρο, το οποίο μας πάει από έκπληξη σε έκπληξη κι από ανατροπή σε ανατροπή και που στο τέλος μας αφήνει κι αποσβολωμένους.
Και δεν είναι διότι από την «Ιστορία γάμου» λείπει εντελώς η κοινωνική αναφορά. Εκείνη που στο «Κράμερ» έδινε όλη τη δραματικότητα, την αφορμή των μεγάλων δραματικών συγκρούσεων. Τη θέση του άντρα μέσα στ δουλειά, τη θέση του άντρα μέσα στο σπίτι, το ανυποψίαστο περί ρόλου πατέρα λόγω επαγγελματικής απορρόφησης αλλά και τα αίτια που την προκαλούν, τη γυναίκα που αντιδρά, το διαζύγιο, την κατοπινή δικαστική διαμάχη για την κηδεμονία του παιδιού, το παιδί ανάμεσα σε δύο χέρια που το τραβάνε το ένα από δεξιά και το άλλο από αριστερά.. Μεγάλα δράματα βγαίνουν όταν οι ήρωες, οι χαρακτήρες, έρχονται μέσα από συγκρούσεις με κοινωνικό ζήτημα, με την κοινωνία που τους έχει βάλει τα πλαίσια κι εκείνοι πιέζονται, συνθλίβονται, αντιδρούν. Καιτότε η πράξη γίνεται «σπουδαία και τέλεια» κατά το αριστοτελικό ή «larger than life» κατά την αμερικανικώς εκφρασμένη προέκταση του
Εχω να πω ότι στην τρίτη του ταινία ο Σύλλας Τζουμέρκας δείχνει ότι έχει ανέβει πολλά σκαλοπάτια από εκεί που βρισκόταν στις δύο προηγούμενες ταινίες.
Η ταινία συνδυάζει την ατμόσφαιρα και την υποβλητικότητα του τοπίου, με την αδιαφορία από ένα σημείο και μετά για τους χαρακτήρες.
Ναι, ξεκινώ από εδώ διότι μου συνέβαινε κάτι… διπολικό, στην προβολή της ταινίας, στον ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ: Να βλέπω ολοφάνερα ότι έχω ενώπιον μου στην οθόνη, κάτι σπουδαίο, και παράλληλα να δυσκολεύομαι να το απολαύσω. Και να το εκτιμήσω όπως του αξίζει. Διότι δεν φταίει η διάρκεια της ταινίας που είναι 3,5 ώρες, μα φταίει το γεγονός πως ακολουθούν τους καταναλωτικούς κανόνες των Cineplex κι αφαιρούν από την ταινία την έννοια της «απόλαυσης»
Και δεν αναφέρομαι σε Ελληνες κριτικούς, μην πάει πονηρά ο νους. Από τα διεθνή ξεκινώ και αναρωτιέμαι.
Οι τωρινοί «ΑΘΛΙΟΙ» δεν είναι μια ακόμα μεταφορά του κλασικού μυθιστορήματος του ΒΙΚΤΩΡΟΣ ΟΥΓΚΩ στην οθόνη όπου δικαιολογημένα κάποιος μπορεί να αγανακτούσε από τις επαναλαμβανόμενες διασκευές. Οι τωρινοί «ΑΘΛΙΟΙ» είναι κάτι εντελώς διαφορετικό κι επίσης συγκλονιστικό διότι δεν αποκόπτονται από τον Ουγκώ… Αλλά…
Και θα ήθελα να ξεκινήσω από τον σκηνοθέτη , τον ΤΖΕΗΜΣ ΜΑΝΓΚΟΛΝΤ, και στο πρόσωπο του να τιμήσω όλους τους σκηνοθέτες που ξέρουν να κάνουν ψυχαγωγικές ταινίες αλλά δεν τους προάγουν τα δημοσιεύματα διότι αυτοί που τα γράφουν δεν γνωρίζουν τόσο καλά σινεμά ώστε να ξέρουν την αξία τους. Προτιμούν τα φεστιβαλικά με τα πολλαπλά άλλοθι…. Οποιος δει το «ΚΟΝΤΡΑ ΣΕ ΟΛΑ», μέσα από το μεθύσι και το γήτεμα, θα δει πως αυτή την υπέροχη ψυχαγωγική ταινία την έχει οργανώσει σκηνοθέτης αξίας κι άντε να δούμε αν μπορεί ο καθένας να την κάνει ή να κάνει τέτοιου είδους φιλμ