Κι όλα αυτά, λόγω του ομοφυλοφιλικού στοιχείου, όπου οι Γεωργιανοί ιθύνοντες απέρριψαν την εκπροσώπηση και δεν δέχτηκαν ούτε καν το ταξίδι για τις Κάννες, κι υποχρεώθηκαν οι συντελεστές να το κάνουν ιδίοις εξόδοις . Κι έτσι, το ανέλαβε η ΣΟΥΗΔΙΑ, μια κι υπάρχουν Σουηδοί χρηματοδότες κι ο Γεωργιανός σκηνοθέτης ΛΕΒΑΝ ΑΚΙΝ ζει εκεί, έχει γεννηθεί εκεί, είναι Σουηδός υπήκοος αλλά ήθελε να κάνει κάτι για τη χώρα καταγωγής του. Για τις ρίζες του. Κι η ΣΟΥΗΔΙΑ, με τη σειρά της, προσπέρασε δικές της ταινίες, καθεαυτού δικές της, κι υιοθέτησε την γεωργιανή την οποία ανέλαβε υπό την προστασία της και της δώρισε τη σημαία της για τη διαδρομή από τα Φεστιβάλ ως το ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΟ ΟΣΚΑΡ του 2020.
Οι δύο χαρακτηρισμοί στον τίτλο για τον Βρετανό σκηνοθέτη είναι ακριβώς αυτοί, κατά την αντίληψη μου, που του χαρίζουν μια ξεχωριστή, αν όχι και περίοπτη, θέση στον βρετανικό κινηματογράφο. Και κατεπέκταση στον παγκόσμιο.
«ΒΙΩΜΑ» είναι η λέξη που χαρακτηρίζει την καινούργια ταινία του ΠΕΔΡΟ ΑΛΜΟΔΟΒΑΡ, του «ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΕΔΡΟ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ», ο οποίος βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα.
‘Η, αν θέλετε δεύτερο τίτλο κριτικής «ΜΙΑ ΣΑΠΟΥΝΟΠΕΡΑ ΠΕΤΥΧΑΊΝΕΙ ΕΚΕΊ ΠΟΥ ΑΠΕΤΥΧΕ ΤΟ «ΟΣΛΟ», η συνθήκη «ειρήνης» μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων .
Καιρό είχα να δω ένα τέτοιο έργο σε μεγάλη οθόνη, σε κινηματογραφική αίθουσα. Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι το είδος αυτό που μπορούμε να το αποκαλέσουμε και «θρίλερ μυστικών υπηρεσιών» , που είναι ένα παρακλάδι του ευρύτερου ΚΑΤΑΣΚΟΠΙΚΟΥ είδους, είχε γίνει αποκλειστικότητα της τηλεόρασης και των μίνι σειρών.
Σε προσωπική επιτυχία της ΡΕΝΕ ΖΕΛΒΕΓΚΕΡ καταλήγει η ταινία «JUDY», κινηματογραφική βιογραφία της ΤΖΟΥΝΤΥ ΓΚΑΡΛΑΝΤ, που δεν είναι ακριβώς βιογραφία με τους όρους που την ξέρουμε.
Ένα πολύ ελκυστικό trailer μου κίνησε την περιέργεια και με ώθησε στο να ξεκινήσω από αυτό το φιλμ τη νέα εβδομάδα . Ωραία παραγωγή έδειχνε, καλοί ηθοποιοί έπαιζαν, ιστορικής αφετηρίας δήλωνε όπου κάτι τέτοιο είναι πάντα σαγηνευτικό, ενπάση περιπτώσει είχε ελκυστικές βάσεις. ΛΑΘΕΨΑ.
Πως μπορεί να γίνεται γοητευτική η ασάφεια; Προφανώς και μπορεί, ειδικά στα Φεστιβάλ. Όταν μάλιστα εκτός από τη «Χρυσή Αρκτο» του Βερολίνου παίρνει και το βραβείο της «FIPRESCI», της διεθνούς των κριτικών, που τα κριτήρια τους δεν τα έχω σε υπόληψη, αμφισβητώ πολλές φορές κι αν υπάρχουν κριτήρια, πέρα από μπαρούφες και γενικότητες, που συνοδεύουν συνήθως τις αποφάσεις τους, τότε ναι, η αντίφαση ισχύει.
Συμβαίνει κάτι περίεργο με αυτή την ταινία: Είναι ΚΑΛΥΤΕΡΗ από αυτό που έδειχνε ότι μπορεί να είναι , και ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ από αυτό προς το οποίο έδειχνε να πηγαίνει.
Τότε, θα μεθούσαμε πραγματικά με τη διαπίστωση της δυνατότητας του κινηματογράφου και των ανθρώπων του , από μια ίδια αφετηρία να κάνουν ένα εντελώς διαφορετικό έργο, ένα άλλο πράγμα, ένα «άλλο πράγμα» και με την έννοια του θαυμασμού.