Σπάνια, για να μην πω «σχεδόν ποτέ», τα βάζω με τους καλλιτέχνες, όταν ακούω για ένα έργο λόγια παχιά και μεγάλα. Δεν τα βάζω με αυτούς διότι ο καλλιτέχνης ό,τι μπορεί κάνει. Αντιθέτως, εξαγριώνομαι με τα δημοσιεύματα καθώς και με «τρίτες δυνάμεις» που λες και δεν θα το δούμε το έργο ώστε να δούμε ότι δεν έχει και πολύ σχέση με αυτό που ρεκλαμάρουν. Τέτοια περίπτωση είναι το ιταλικό ντοκυμαντέρ «ΦΩΤΙΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ» του ΤΖΑΝΦΡΑΝΚΟ ΡΟΖΙ που πήρε και τη ΧΡΥΣΗ ΑΡΚΤΟ στο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ ως «έργο για το προσφυγικό»
Για να παραφράσω τον στίχο του ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ στην απόδοση ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ, στο φινάλε ο έργου, που δεν χρησιμοποιήθηκε στην ταινία και λέει «Δύο άνδρες σκοτωθήκαν από αγάπη» κι έχω ακόμα στα αφτιά μου την φωνή της ΠΑΞΙΝΟΥ, χρησιμοποίησα τον παραπάνω τίτλο. Επειδή με εκφράζει απόλυτα . Κι επιθυμώ να βάλω και τους αναγνώστες – υποψήφιους θεατές απευθείας στο νόημα.
Ηταν η απόλυτη γλύκα! Φυσικά και δεν πρόκειται για σινεμά του auteur το οποίο από ότι διαπιστώνω οι Γάλλοι , αν και το «εφηύραν» μέσω των θεωρητικών τους, τα τελευταία χρόνια το έχουν περιορίσει στο ελάχιστο. Πρόκειται για κάτι πολύ εγγλέζικο, που κατάφεραν να το μετατρέψουν σε κάτι απόλυτα γαλλικό. Με ό,τι καλό περιλαμβάνει ο προσδιορισμός «γαλλικό» σε τούτη τη συγκεκριμένη περίπτωση.
Επειδή αγαπώ το αμερικάνικο σινεμά δεν χρησιμοποιώ τον χαρακτηρισμό στον τίτλο ειρωνικά αλλά προσδιοριστικά. Είναι μια ταινία από αυτές που ξέρουν να κάνουν πολύ καλά οι Αμερικάνοι και δείχνουν τη διαφορά τους στην επεξεργασία και στις λεπτομέρειες. Από την άλλη, η ταινία έχει κάποια δικά της προσόντα και θα ήταν άδικο να μην τα επισημάνω.
Περισσότερο από το να γράψω για την ίδια την ταινία, με απασχόλησε το να προσπαθήσω να ανακαλύψω τα αίτια που αυτή η ταινία του ΣΤΗΒΕΝ ΦΡΗΑΡΣ προσπεράστηκε σαν να μην υπήρξε, τόσο από Οσκαρ όσο κι από το κοινό- αφήνω τις βαθμολογήσεις του IMDB που επηρεάζουν μια μεγάλη μερίδα κυρίως απληροφόρητου κοινού και το βαθμολόγησαν εξαιρετικά χαμηλά. Πως μπορεί να αποτυγχάνει μια ταινία που τα διαθέτει όλα κι είναι αντικειμενικά άψογη;
Μετά τα βραβεία της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ Ακαδημίας Κινηματογράφου, νομίζω ότι καλά αρχίσαμε κοιτάζοντας προς τα επόμενα. Το «SUNTAN» του ΑΡΓΥΡΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ σε σενάριο του ίδιου και του ΣΥΛΛΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ είναι πολύ καλή περίπτωση κι εκτός των άλλων διαθέτει και μια ΜΕΓΑΛΗ πρωταγωνιστική ερμηνεία από τον ΜΑΚΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.
Πολύ ταλαιπωρημένος όρος αυτός περί «έργων Τέχνης», ειδικά στον κινηματογράφο. Καταρχάς, ο κινηματογράφος είναι ΤΕΧΝΗ έτσι κι αλλιώς, και κάθε έργο του είναι ή καλό ή μέτριο ή κακό δείγμα αυτής της Τέχνης. Όμως, υπάρχουν κι έργα που γίνονται πραγματικά όχι για κάποιο ειδικό σκοπό που τα ορίζει ως «καλλιτεχνικά» αλλά ΑΠΟ κάποια ειδική ανάγκη. Τότε, αυτά τα έργα αυτονομούνται και σφετερίζονται δικαίως τον όρο «Τέχνη». Τέτοια περιπτωσάρα είναι αυτό το φιλμ του Κολομβιανού ΣΙΡΟ ΓΚΙΕΡΑ(ούτε «Θίρο», διότι δεν είναι Καστιλιάνος, ούτε Γκουέρα διότι δεν είναι Ιταλός), που ήταν υποψήφιο (δηλαδή στην πεντάδα- όχι απλώς υποβολή από τη χώρα του) για το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.
Διαβάζεις την υπόθεση και σου λέει πως το 1955, το ταριχευμένο πτώμα της Εβίτα Περόν, εξαφανίστηκε, πως οι κινηματίες κι οι πραξικοπηματίες και λοιποί που ακολούθησαν την ιδιότυπη δικτατορία του Περόν, θέλησαν να εξαφανίσουν κάθε ίχνος από τη λαοπρόβλητη Εβίτα , ότι κάποια στιγμή το «πτώμα» εντοπίστηκε στο Βατικανό και τελικώς επέστρεψε στη χώρα με τιμές μόλις το 1974 για να θαφτεί σαν να επρόκειτο όχι για Πρώτη Κυρία αλλά για .. Βασίλισσα. Το διαβάζεις και λες «ωραίο μου φαίνεται»
Το concept, η συνταγή- να το πούμε έτσι, είναι παλιά. Δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο. Στη δική μου παιδική ηλικία υπήρχε το «Ζορρό εναντίον Μασίστα», στην πιο παλιά, πριν γεννηθώ, υπήρχαν περιπτώσεις του τύπου «Ο Αμποτ κι ο Κοστέλο συναντούν τον Αόρατο Ανθρωπο». Μόνο που εκείνα, είχαν πλάκα.
Ελληνο-γερμανική συμπαραγωγή, κυρίως γερμανική από πλευράς σκηνοθέτη ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΤΣΟΥΜΠΕΡΤ και σεναριογράφων, δίνει μια καλή εικόνα και μια καλή προοπτική περί ελληνο-ευρωπαικών συμπαραγωγών για τις οποίες θεωρητικά δηλώνω ΥΠΕΡ.