Ας την προσεγγίσουμε λίγο διαφορετικά αυτή την ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ταινία που βλέπω ότι έχει πολλούς φίλους κι οπαδούς οι οποίοι επιθυμούν, με τις δυνατότητες που παρέχει πιά στις μέρες μας το Διαδίκτυο, να εκδηλωθούν υπέρ αυτής, να της δώσουν ακόμα και το Οσκαρ. Δεν πάω να τους απογοητεύσω- κάθε άλλο!-αλλά να τους εξηγήσω μερικά πράγματα που παρεξηγούν. Και στέκομαι σε αυτό το σημείο επειδή όλη η συζήτηση γύρω από την ταινία έχει σημείο αναφοράς τα Οσκαρ.
Δηλαδή, εξωτερικά αψεγάδιαστο, στην ουσία κανένα βάθος, χωρίς αυτό να σημαίνει όμως ότι του λείπει το περιεχόμενο. Απλώς η προσέγγιση γίνεται μέσω μιάς καλά οργανωμένης παραγωγής κι ενός εξίσου οργανωμένου publicity, που η «σκηνοθέτης Τζολί» όπως συστήνεται στο διαφημιστικό trailer, γνωρίζει πολύ καλά.
Πολύ με απογοήτευσε η κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου του Ακη Δήμου, το οποίο , όταν το είχα δει στο θέατρο, ανεβασμένο από τον Σταμάτη Φασουλή με την απαράμιλλη Σοφία Φιλιππίδου, είχα γελάσει αναίσθητα. Στην ταινία ΚΑΗΚΑΝ όλα τα αστεία!
Τα «Μεγάλα μάτια» (BIG EYES) έχουν όλα τα κοινά, εξωτερικά γνωρίσματα των ταινιών του Τιμ Μπάρτον αλλά όχι το θέμα, όχι η υπόθεση, όχι ακόμα κι ο χειρισμός. Το πρώτο δηλώνει σκηνοθετική υπογραφή, το δεύτερο υπαγορεύει ανανέωση.
Η «Κοκκινοσκουφίτσα» , η «Σταχτοπούτα», ο «Τζακ κι η φασολιά» κι η «Ραπουνζέλ» είναι τα τέσσερα παραμύθια που ανακατεύτηκαν ευφυώς από τον Τζέιμς Λάπιν στο λιμπρέτο και τον Στίβεν Σοντχάιμ σε μουσική και στίχους για να δώσουν ένα μιούζικαλ για το Μπροντγουέι , το 1987, τότε που το είδος θριαμβευτικά εκτινασσόταν. Την κινηματογραφική μεταφορά την ανέλαβε – ποιος άλλος;- ο Ρομπ Μάρσαλ. Κι έβαλαν στη «μόστρα» την Μέρυλ Στριπ. Πάνε για επιτυχία, δεν πάνε;
Το τι έγραψαν οι κριτικοί –ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ- και το πως είναι η ταινία, αφορά σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα πράγματα, ανεξάρτητα μεταξύ τους. Οι κριτικοί , ως επί το πλείστον, αντιμετωπίζουν το ΣΙΝΕΜΑ ως ένα διαρκές ΦΕΣΤΙΒΑΛ ,στο οποίο αναζητούν μονίμως τον auteur. Κι η «GRACE OF MONACO» δεν κρίνεται με κριτήρια τέτοια
Oπαραπάνω διαχωρισμός καλό είναι να γίνεται σχεδόν ΠΑΝΤΑ. Για τον απλούστατο λόγο, πως όταν πάμε να μιλήσουμε για μια ταινία κι επικαλούμαστε το πρόσωπο ή το σύνολο του έργου του σκηνοθέτη, τότε είναι σαν να δηλώνουμε apriori ότι το έργο του είναι ανάπηρο
Τελικά, το «Jimmy’shall» είναι η πιο «ήπια» από τις ταινίες του Κεν Λόουτς; Η μήπως είναι η πιο βαθιά πολιτική; Η μήπως το «ήπιο» είναι πιο αποτελεσματικό και πιο δηλητηριώδες από το επιθετικό;
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο σκηνοθέτης είναι γυναίκα που χαίρει υψηλής εκτίμησης , η Δανή Σουζάνε Μπίερ. Με ένα ζευγάρι που η χημεία τους είναι δεδομένη: Μπράντλι Κούπερ και Τζένιφερ Λόρενς. Πως γίνεται με τόσα ταλέντα μαζεμένα να βγαίνει ένα τόσο μέτριο αποτέλεσμα;
«Noir» από δώ, «noir» από εκεί, όλο για «noir» ακούω αλλά ρε παιδιά το είδος έχει κι ελληνικό όνομα και προιστορία: ΤΑΙΝΙΑ ΥΠΟΚΟΣΜΟΥ. Και με μεγάλη χαρά βλέπω ότι ο ΝΙΚΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ αυτό το είδος ΑΝΑΝΕΩΝΕΙ τρομακτικά στο σήμερα, χώρια ότι έχει ανέβει πολλά σκαλοπάτια από εκεί που τον είχαμε- ή μας είχε- αφήσει