Είναι η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που η Δανία με προβληματίζει, αν όχι με απογοητεύει, με την επιλογή της τι να στείλει στα Οσκαρ .
Ναι, τη χαρακτηρίζω «σοφιστικέ» αυτή τη γαλλική κομεντί διότι ενώ έχει στοιχεία για να χαρακτηριστεί «φάρσα» ή κάποια άλλα για να τη θεωρήσεις «ρετρό», εντούτοις το «ΠΝΕΥΜΑ» που τη διακατέχει είναι τέτοιο ώστε να την κάνει μια διασκέδαση ποιότητος, όπου το είδος «κωμωδία» βρίσκει την πνευματική εκδοχή του.
Διότι περί αστυνομικού παιχνιδιού πρόκειται κι εντελώς διαφορετικού από το άλλο με την Ελεν Μίρεν και τον Σερ Ιαν Μακ Κέλεν, το «Ενας καλός ψεύτης». Εδώ είναι το αστυνομικό «ποιος είναι ο δολοφόνος;» μέσα από το αρχέτυπο της Αγκαθα Κρίστι αλλά και με την επιρροή μιας θεατρικότητας, που δηλώνεται κι από τη σκηνογραφία, της φαινομενικής επιρροής του «Σλουθ»
Τη χαρακτηρίζω έτσι, ως «Παράξενη Ταινία» απευθυνόμενος στους πολλούς, ως πρώτη σύσταση. Ως επεξήγηση του όρου «παράξενη» έχω να πω ότι για σπάνια φορά στα τελευταία αρκετά χρόνια, βλέπω μια ταινία που θέλει να πειραματιστεί, κι ο πειραματισμός δεν είναι απάτη, δεν είναι κοροϊδία. Συνεπώς οι θεατές οφείλουν να το γνωρίζουν.
Άλλο ένα ακόμα εκπληκτικό δείγμα γραφής από τον ΦΑΤΙΧ ΑΚΙΝ, κι όταν λέω ΓΡΑΦΗΣ, κυριολεκτώ . Επειδή ξεκινάμε από την ΓΡΑΦΗ, την συγγραφή δηλαδή, του σεναρίου και αβίαστα περνάμε στη σκηνοθεσία αφού στην περίπτωση του Φατίχ…Μάνκιεβιτς, το σενάριο κι η σκηνοθεσία είναι ένα πράγμα.
Κι η ανειλικρίνεια μπορεί να διαφέρει από το ψέμα, χρεώνεται, όμως, ως ΜΙΣΟ ΨΕΜΑ…
Κι αυτό το μισό ψέμα επικοινωνείται, χωρίς να το καταλαβαίνει το ίδιο, αλλά το καταλαβαίνει το κοινό, που μπορεί να μην είναι σε θέση να εξηγήσει (όπως μας «δίδαξε» ο Γούντυ Αλεν δια στόματος γκάνγκστερ-Τσαζ Παλμιντέρι στο «Σφαίρες πάνω από το Μπρόντγουέι») όμως μπορεί και καταλαβαίνει τα πάντα.
Βέβαια, στην περίπτωση της «Φαντασίας» είναι και το κοινό ανειλικρινές.
ΑΠΟΛΑΥΣΗ είναι η λέξη που χαρακτηρίζει αυτή την ταινία η οποία ανήκει σε ένα είδος στο οποίο δύο μεγάλοι ηθοποιοί, ΘΕΑΤΡΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ κι ανάλογης ακτινοβολίας που δεν αφήνει , όμως, ασυγκίνητο τον κινηματογραφικό φακό, μας καλούν να διασκεδάσουμε σε ένα πανέξυπνο, αστυνομικό παιχνίδι.
Ένα παιχνίδι ανάλαφρο, το οποίο μας πάει από έκπληξη σε έκπληξη κι από ανατροπή σε ανατροπή και που στο τέλος μας αφήνει κι αποσβολωμένους.
Και δεν είναι διότι από την «Ιστορία γάμου» λείπει εντελώς η κοινωνική αναφορά. Εκείνη που στο «Κράμερ» έδινε όλη τη δραματικότητα, την αφορμή των μεγάλων δραματικών συγκρούσεων. Τη θέση του άντρα μέσα στ δουλειά, τη θέση του άντρα μέσα στο σπίτι, το ανυποψίαστο περί ρόλου πατέρα λόγω επαγγελματικής απορρόφησης αλλά και τα αίτια που την προκαλούν, τη γυναίκα που αντιδρά, το διαζύγιο, την κατοπινή δικαστική διαμάχη για την κηδεμονία του παιδιού, το παιδί ανάμεσα σε δύο χέρια που το τραβάνε το ένα από δεξιά και το άλλο από αριστερά.. Μεγάλα δράματα βγαίνουν όταν οι ήρωες, οι χαρακτήρες, έρχονται μέσα από συγκρούσεις με κοινωνικό ζήτημα, με την κοινωνία που τους έχει βάλει τα πλαίσια κι εκείνοι πιέζονται, συνθλίβονται, αντιδρούν. Καιτότε η πράξη γίνεται «σπουδαία και τέλεια» κατά το αριστοτελικό ή «larger than life» κατά την αμερικανικώς εκφρασμένη προέκταση του
Εχω να πω ότι στην τρίτη του ταινία ο Σύλλας Τζουμέρκας δείχνει ότι έχει ανέβει πολλά σκαλοπάτια από εκεί που βρισκόταν στις δύο προηγούμενες ταινίες.
Η ταινία συνδυάζει την ατμόσφαιρα και την υποβλητικότητα του τοπίου, με την αδιαφορία από ένα σημείο και μετά για τους χαρακτήρες.