Αυτό που δεν απαντάται τόσο συχνά στα sequels των “blockbuster” ταινιών, αποδίδεται με τον καλύτερο τρόπο στους «ΕΚΔΙΚΗΤΕΣ»: Να γίνει η ΕΠΙΤΟΜΗ ενός κύκλου, μιάς στρατιάς «κόμικς» ηρώων, που, ο καθένας χωριστά κι όλοι μαζί ως «εκδικητές» καταλήγουν σε ανθολογία ηρώων και είδους, χώρια ότι συνεργάζονται και με τους… φρουρούς του Γαλαξία. Και βλέπεις, αν αγαπάς το σινεμά και τα είδη του, πως εδώ μέσα είναι κατατεθειμένη πολλή ψυχή, πολλή γνώση, πολύ κέφι, πολύ μεράκι όχι μόνο από την «Marvel» και τους εισηγητές «προϊόντων» της αλλά κι από τους αδελφούς ΑΝΤΟΝΙ και ΤΖΟ ΡΟΥΣΟ , που είναι ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ και ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ και μας προσφέρουν το συνολικό κόπο αρκετών ετών.
Το «TOMB RAIDER» θα το χαρακτήριζα ως το ΑΔΙΚΗΜΕΝΟ blockbuster της περιόδου. Από τη μια οι κριτικοί που σνομπάρουν το είδος κι από την άλλη οι fan της «Λάρα Κροφτ» που την ήθελαν όπως την άφησαν στα φιλμ της Αντζελίνα Τζολί. Κι έτσι η ταινία «σχίστηκε» στα δύο αφού δεν έβλεπαν αυτό που έδειχνε η οθόνη αλλά έψαχναν εκείνο που εκείνοι ήθελαν να δουν, το οποίο και δεν υπήρχε.
Και φυσικά ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΕΙ, όποιον το δει με αποδοχή του είδους και με εντελώς κινηματογραφικά κριτήρια. Διότι το εγχείρημα για το μαζικό κοινό της «Μαύρης Αμερικής» ώστε να έχει τα δικά του «κόμικς» κι από αυτά να προκύψουν δικές «του» ταινίες, δεν ξέρω μέχρι πού πιάνει και σίγουρα δεν είναι να κοιτάει κανείς τις ψηφοφορίες του IMDB- είναι η τραγωδία της κινηματογραφικής αμορφωσιάς.
Επειδή πέφτει πολλή περιφρόνηση απέναντι σε αυτό το είδος, που το ονομάζουν «blockbuster» αφού δεν ξέρουν πως αλλιώς να το πουν , αν και το καημένο έχει όνομα , κι ανάλογα με την υποδιαίρεση του μπορεί να λέγεται «φανταστική περιπέτεια δράσης» ή σκέτο «περιπέτεια δράσης», αποφάσισα να ασχοληθώ ονομαστικά με μερικά εξ αυτών που βγήκαν την τελευταία περίοδο στις αίθουσες. Κι αυτό ξεκινά επειδή δεν επιτρέπω τον διασυρμό κανενός ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥ είδους ως είδος, ειδικά του εύκολου στόχου. Το κάθε είδος είναι ΕΙΔΟΣ, έχει τους δικούς του κανόνες να κρίνεται κι επ’ αυτών αξιολογείται κι όχι με βάση κάτι άλλο. Η δηθενιά κι η υποκρισία έχουν κάνει μεγάλο κακό στο σινεμά και θα συνεχίσουν να το κάνουν ειδικά όταν μπαίνει στο θέμα και γεωγραφική μεροληψία, δηλαδή ένας ανόητος κι άκαιρος αντιαμερικανισμός. Δεν γίνεται να λέει κάποιος ότι λατρεύει την Τσινετσιτά, που ο υποφαινόμενος έχει δηλώσει λάτρης της από καταβολής δικού του κόσμου, να λέει πως θαυμάζει τους «μασίστες» και τις χλαμύδες της και την ίδια στιγμή να μειώνει τα blockbuster ως κατώτερο είδος Σε τι είναι δηλαδή ποιοτικότερος ο «Μασίστας» από το «Rampage»; Ούτε να χαρακτηρίζει περιφρονητικά ως «αμερικανιές» αυτά τα φιλμ επειδή ΑΓΝΟΕΙ πως τα έργα αυτά ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑΙ και ΣΠΟΥΔΑΖΟΝΤΑΙ ως ΕΙΔΟΣ σε όλες τις ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ σχολές κινηματογράφου, εξού και πολλά εξ αυτών γυρίζονται από ΣΟΥΗΔΟΥΣ, ΝΟΡΒΗΓΟΥΣ, ΔΑΝΟΥΣ, ΓΑΛΛΟΥΣ ως επι το πλείστον, ΒΡΕΤΑΝΟΥΣ , ΟΛΛΑΝΔΟΥΣ, ΚΑΤΑΛΑΝΟΥΣ και λοιπούς πολλούς, τους οποίους φυσικά και καλεί το Χόλυγουντ να τα σκηνοθετήσουν επειδή ξέρει ότι τα ξέρουν διότι τα σπουδάζουν. Δεν θα τους καλούσε αν ήταν «άσχετοι» με το είδος! Αν λοιπόν αγαπάμε τον κινηματογράφο και θέλουμε να λεγόμαστε «σινεφίλ» με την πλήρη έννοια του όρου δεν μπορούμε να περιφρονούμε είδη. Ειδικά, αν θέλουμε να γράφουμε κριτική περί αυτών. Αν ως θεατές δεν μας αρέσει ένα είδος, τότε δεν ασχολούμαστε με το είδος.
Πολύ καλά κάνει και προτάσσει ο τίτλος το όνομα της ΜΑΡΓΚΕΡΙΤ ΝΤΥΡΑΣ, της ονομαστής Γαλλίδας συγγραφέως τόσο για λόγους εμπορικούς κι ελκυστικούς όσο και για λόγους κατατόπισης για τον θεατή που θα μπεί στο σινεμά και θα δει την ταινία. Διότι, αν δεν έφερε ο τίτλος το όνομα της Ντυράς και βλέπαμε την ταινία ως μία σκέτη «Οδύνη» θα νομίζαμε πως βλέπουμε κάτι άλλα αντ’ άλλων.
Χωρίς να τα καταλάβω, βρέθηκα να διανύω γαλλική περίοδο αφού τα φιλμ που ξεχωρίζω στις τελευταίες εβδομάδες είναι ως επί το πλείστον γαλλικά. Είναι όλα αυτά των «ΣΕΖΑΡ» που όμως τα περνάνε στο «ντούκου» που λέμε, το κοινό δεν τα πληροφορείται, οι ψευτο-γαλλόφιλοι αποδεικνύονται πιο πολύ «ψευτό» παρά «γαλλόφιλοι» (διότι αν είχε τόσους οπαδούς ο γαλλικός κινηματογράφος σύμφωνα με τις δηλώσεις των περισσοτέρων, θα έπρεπε να σχηματίζονταν ουρές .. «τιτανικού» σε αυτά τα έργα) κι εδώ δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε διανομείς πως δεν μας τα φέρνουν. Εκείνοι τα φέρνουν αλλά οι κριτικοί τους τα προσπερνάνε και το κοινό δεν τα βλέπει.
Είναι από αυτά που επισκιάστηκαν στην περίοδο των Οσκαρ λόγω πληθώρας οσκαρικής ύλης του PANTIMO. Ήρθε η ώρα για την «αποκατάσταση» του.
Το κατέχουν το άθλημα οι Γάλλοι κι οφείλουμε να τους αποδίδουμε τα εύσημα κι όχι μόνο να ειρωνευόμαστε τις εμμονές με την κρεβατοκάμαρα και τα τρίγωνα. Το αποδεικνύουν ως κινηματογραφία και σε τούτη την ταινία , που, μας χαρίζει δεύτερο εξαίρετο γαλλικό φιλμ, μετά το «ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΕΚΕΙ ΨΗΛΑ», το οποίο, επίσης προέρχεται από βιβλίο, επίσης προέρχεται κι από τα «ΣΕΖΑΡ» όπου ηττήθηκε στις τρεις κατηγορίες (ΔΙΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟΥ ΣΕΝΑΡΙΟΥ, ΣΚΗΝΙΚΩΝ , ΚΟΣΤΟΥΜΙΩΝ) από το «Ραντεβού εκεί ψηλά» και στην κατηγορία του Α’ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ η ΣΑΡΛΟΤ ΓΚΑΙΝΣΜΠΟΥΡΓΚ κονταροχτυπήθηκε με την ΖΑΝ ΜΠΑΛΙΜΠΑΡ της «BARBARA» , όπου ΝΙΚΗΣΕ η δεύτερη!
Πέρσι , τέτοια εποχή, είχαμε το «ΤΡΕΞΕ» του ΤΖΟΡΝΤΑΝ ΠΗΛ, το οποίο ένα χρόνο μετά έφτανε ως τα ΟΣΚΑΡ και την κατάκτηση του βραβείου ΣΕΝΑΡΙΟΥ. Επισήμως, το είδος «ΘΡΙΛΕΡ», αναγνωριζόταν με διαβατήριο ανανέωσης , ξέφευγε από την «σπλατεριά», κράταγε τον τρόμο και τον πάντρευε με κοινωνικά και φυλετικά μηνύματα επιδεικνύοντας και κινηματογραφική βιρτουοζιτέ. Φέτος, έρχεται το «ΕΝΑ ΗΣΥΧΟ ΜΕΡΟΣ». Αραγε βρισκόμαστε σε μια φάση αλλαγής του είδους όπου μέσα στον ορυμαγδό των «σπλάτερ» και λοιπών αντιαισθητικών ή μη, ταινιών, εμφανίζεται γενιά κινηματογραφιστών που παρακολουθούσε σε νεαρή ηλικία τα θρίλερ της «Παρασκευής» κι έρχεται να πει ένα δικό της λόγο, να δείξει πόσο σοβαρά έπαιρνε το είδος στην παιδική ηλικία; Και ξέρετε, όταν κάτι το έχει πάρει στα σοβαρά η παιδική ηλικία, τότε αυτό βράζει διαρκώς κι αναπόφευκτα έρχεται να κατατεθεί στην ενηλικίωση.
Ας πούμε και για αυτές τις ταινίες που η πληθώρα της κάθε εβδομάδας μας κάνει και τις προσπερνάμε λες και το σινεμά έγινε για να πηγαίνει μόνο προς μία κατεύθυνση, εκείνη που ορίζουν κριτικοί και δημοσιεύματα. Ας το δούμε κι ως μία «συγγνώμη» προς αυτές τις ταινίες που γίνονται για να μας ψυχαγωγήσουν αλλά η σοβαροφάνεια κι η υποκρισία που τη συνοδεύει είναι σαν να λένε «μην..»