Προτάσσω το «μη fan» και ξεκαθαρίζω προς όσους καταλαβαίνουν ότι εδώ θα έχουμε μια άλλη «κριτική», που μπορεί και να μην είναι και να πρόκειται απλώς για περιγραφή μιάς εντύπωσης.
Πριν προχωρήσω στην ταινία, επιτρέψτε μου να διευκρινίσω κάτι: Όταν πάμε σινεμά, πάμε για να δούμε ένα συγκεκριμένο έργο. Αυτό που εξετάζουμε είναι αν το ΕΡΓΟ μας άρεσε ή δεν μας άρεσε. Δεν πηγαίνουμε για να συγκρίνουμε το έργο με τα άλλα του ίδιου σκηνοθέτη-σεναριογράφου κι έτσι να έχουμε έτοιμο το φιλιππικό αποκαθήλωσης προς το πρόσωπο λόγω της τρισκατάρατης θεωρίας του auteur που στα χέρια ανίδεων ανθρώπων γίνεται κι εγκληματικό όργανο. ΚΙ όταν μάλιστα ο auteur εκτιμάται αλα καρτ, σε σχέση με άλλους ανάλογους προς τους οποίους έχουν έτοιμη τη δικαιολογία για κάθε αποκρουστική ανοησία που φτιάχνουν. Οι της θεωρίας του auteur, που καλύπτονται πίσω από τη θεωρία ώστε να κρύψουν δικές τους θεμελιώδεις αδυναμίες κριτικής κι ανάλυσης μιάς ταινίας, έχουν βάλει εδώ και χρόνια το Γούντυ Αλεν στο στόχαστρο. Για δικούς τους, ίσως και ψυχιατρικούς, πάντως όχι κινηματογραφικούς, λόγους. Κι εδώ και χρόνια, σε κάθε ταινία του, που, αντί να του εξάρουν την έμπνευση και την ακούραστη ετήσια παρουσία, τον ψέγουν διαρκώς, διαβάζουμε σχόλια περί «αποκαθήλωσης του ειδώλου», πως «κάνει κάθε χρόνο την ίδια ταινία» (δεν ξέρω στο «WONDER WHEEL» με ποια άλλη ταινία έψαξαν και βρήκαν ομοιότητες) και διάφορα άλλα που βαριέμαι να παραθέσω. Κλείνω τον πρόλογο με την ΡΗΤΟΡΙΚΗ ερώτηση: Οι αναγνώστες θέλουν να ξέρουν αν είναι καλή η ταινία που θα πάνε να δουν και τι είδους ταινία είναι ή αν είναι η καλύτερη του Γούντυ Αλλεν;
ΚΙ αυτό καταλήγει σε κάτι ενδιαφέρον, αρκεί να αγαπάς το σινεμά , τα είδη του, να παρακολουθείς τους σκηνοθέτες του, αλλά και τους νέους παραγωγούς του και να ξέρεις το πώς γίνεται το σινεμά κι όχι να αρχίζεις και να τελειώνεις με τους auteur. Στη συγκεκριμένη ταινία υπάρχει και κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει συζητήσεις, αν στην Ελλάδα ενδιαφερόμασταν για το ΣΙΝΕΜΑ, το ότι οι παραγωγοί της είναι Ελληνες, ο ΠΑΡΙΣ ΚΑΣΙΔΟΚΩΣΤΑΣ-ΛΑΤΣΗΣ κι ο συνεργάτης του ΤΕΡΡΥ ΝΤΟΥΓΚΑΣ αλλά πως να έκαναν τέτοια ταινία εδώ; Αστυνομική περιπέτεια της μιάς νύχτας; Θα έπεφταν να τους φάνε. Εδώ πήγαν να τους φάνε ΑΠΟ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ και για τούτο εδώ, ξεκινώντας τη ρίψη βελών στον πρωταγωνιστή ΡΟΜΠΕΡΤ ΠΑΤΙΝΣΟΝ κι ας είναι το άλλο μεγάλο ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ της ταινίας, η μεταμόρφωση του σε ηθοποιό αξιώσεων, τουλάχιστον με μέλλον ώστε να δοκιμαστεί σε ρόλους. Εδώ το πετυχαίνει αλλά κάποιοι τον ειρωνεύονται ως «πρώην αγοράκι». Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα. Κι υπάρχει κι ένα ΤΡΙΤΟ επίτευγμα, το οποίο είναι ίσως και το μεγαλύτερο της ταινίας, κι αναφέρομαι στη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ (ΣΩΝ ΠΡΑΪΣ ΓΟΥΙΛΙΑΜΣ), στη δουλειά της κάμερας, η οποία πετυχαίνει το ζαλιστικό ρυθμό που απαιτεί το σενάριο και μας μεταφέρει σε καταστάσεις αδρεναλίνης που οδηγούν ως την κρίση πανικού (όπως, πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μου, επισήμανε κάποιος), όχι φυσικά του θεατή αλλά στην ένταση που απαιτείται από την ταινία.
Ένα «περιστατικό» αποκτά καλλιτεχνική διάσταση όταν χρησιμοποιείται με καθολικές κι οικουμενικές διαθέσεις ώστε μέσα από την ιστορία να πει κάποια πράγματα ευρύτερα για τον Ανθρωπο. Όταν μένει στο περιστατικό καθαυτό, τότε μπορεί να συγκινεί ανθρωπίνως αλλά ως έργο δεν βγάζει κάτι μεγάλο.
Στο 1956, όταν συναντιέται ο Καζαντζάκης με τη Μελίνα και τον Ντασέν για το « Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», τον Κρητικό διανοητή υποδύεται ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΠΑΠΑΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ. Ένα χρόνο μετά, το έτος 1957, όπου ο Καζαντζάκης πεθαίνει- ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΜΕΤΑ, όχι ύστερα από καμιά 40αριά ή 50αριά χρόνια- στο κρεβάτι του πόνου κείται ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΗΝΑΙΟΣ. Τι έγινε ρε παιδιά μέσα σε ένα χρόνο κι ο Παπασπηλιόπουλος «γέρασε» , όχι από μακιγιάζ, κι έγινε Ληναίος; Ενώ η παρτενέρ ΜΑΡΙΝΑ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ παραμένει ως έχει, με λίγη παρέμβαση μακιγιάζ στα μαλλιά που έχουν κάπως γκριζάρει. Γιατί τότε δεν έβαλαν και την Ελλη Φωτίου, που έχουμε να τη δούμε καιρό στο σινεμά, ώστε αφού έγινε ο Παπασπηλιόπουλος Ληναίος να μη γίνει κι η Καλογήρου , Φωτίου; Εκεί θα εναρμονίζονταν τα πράγματα κάπως καλύτερα.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι «ανατύπωση» με ελαφρότατη τροποποίηση, του σχολίου (όχι ακριβώς «κριτικής») που είχα γράψει τον Μάρτιο του 2017 για αυτό από το ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΕΡ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Αναδημοσιεύω το σχόλιο εκείνο, πάλι αντί για κριτική, επειδή θεωρώ πως εδώ μέσα κρύβεται η ουσία του τόσο για αυτά που κουβαλά εντός του και για όσα κρύβονται πίσω του αλλά και για τις προκαταλήψεις επί του θέματος των εγχρώμων, που δεν αφήνουν απέξω ούτε την Ελλάδα. Το κείμενο αφορά περισσότερο σε εγχώριες αναγωγές.
Αυτό είναι και το σημείο από το οποίο μπορούμε να πιαστούμε , αν θελήσουμε να κάνουμε καλλιτεχνική προσέγγιση στην νέα κινηματογραφική μεταφορά του περίφημου μυθιστορήματος της ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ, που γράφτηκε στο 1934 κι έχει αφήσει πίσω του μια περίλαμπρη βερσιόν το 1974.
Ως παράξενη περιπέτεια ξεκινά, ως ΝΟΟΜΙ ΡΑΠΑΣ κερδίζει τις τελικές εντυπώσεις. Διότι η όλη πρωτοτυπία του φιλμ κάποια στιγμή εξαντλείται στην επαναληπτικότητα αλλά αυτή που βγαίνει κερδισμένη είναι η πρωταγωνίστρια με τους επτά (7) ρόλους, όσους κι οι μέρες της εβδομάδας.
….σε κάνει να αισθάνεσαι εντελώς αμήχανα και σου προκαλεί κι εκνευρισμό επειδή αισθάνεσαι να σε πιέζει η προσπάθεια να γελάσεις μια και πήγες σε κωμωδία, μα αυτή δεν σου κάνει τη χάρη.
Και κάνει επιτυχία κι έχει αίθουσα γεμάτη ακόμα και την ώρα που μεταδίδονται αγώνες του championsleague. . Χωρίς προηγουμένως να έχει διαφημιστεί, χωρίς να έχει αναγραφεί στην πρώτη του εβδομάδα στις λίστες των «νέων ταινιών».