Την ταινία την είδα σχεδόν αμέσως μόλις βγήκε στις αίθουσες. Καθυστέρησα επίτηδες να γράψω για αυτήν διότι είχα πολλές αμφιβολίες κι ήθελα να τις τακτοποιήσω εντός μου. Χάρη στην πολυτέλεια του χρόνου που μου επιτρέπουν τα νέα μου δεδομένα ενώ αν ήμουν στην εποχή των εφημερίδων ίσως να είχα γράψει κάτι βιαστικό κι ακαταστάλαχτο. Κατέληξα, λοιπόν, στην τηλεοπτική «ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΛΥΚΟΦΩΤΟΣ» και στο γεγονός πως ο ΤΖΟΡΝΤΑΝ ΠΛ την κάνει εκ νέου και θεώρησα ότι μόνο έτσι μπορεί να κριθεί η ταινία, ως μια «δοκιμή» και στον κινηματογράφο της αναδοχής αυτής.
Οι τρεις «τίτλοι» του τίτλου έχουν περισσότερο προσδιοριστική σημασία ώστε να καταλάβει ο άλλος περί του τι έργου, πάνω- κάτω, πρόκειται να γίνει κουβέντα. Και να δει φυσικά, αυτό που η κινηματογραφική και δημοσιογραφική ιδεολογία του υποφαινόμενου, πρεσβεύει πως ο αναγνώστης- θεατής είναι καλύτερα πρώτα να βλέπει την ταινία και μετά να διαβάζει την κριτική που επέλεξε. Ώστε και τις ευθύνες του να αναλαμβάνει ως θεατής και να μην είναι κατευθυνόμενος αλλά κι η κριτική να κάνει σωστά τη δουλειά της και να μη λειτουργεί ως «δελτίο Τύπου» της κινηματογραφικής εταιρίας για την εκάστοτε ταινία ούτε να κατηγορείται για «spoilers», τη στιγμή που οφείλει ως κριτική να μιλήσει ακόμα και για το φινάλε, σε μερικές περιπτώσεις. Διαφορετικά, τι σόι κριτική είναι ;.
Και βασικά ΗΘΟΠΟΙΙΑΣ. Διότι αυτό που είδα στην περίπτωση της ΜΕΛΙΣΑ ΜΑΚ ΚΑΡΘΥ με κατέπληξε. Επειδή είδα μια απόλυτη ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ. Κι όταν λέω «μεταμόρφωση» εννοώ στον τρόπο με τον οποίο έπαιξε το δράμα μία κωμικός.
Μόνο που πρόκειται για «ΕΡΓΑΚΙ»- να το ξεκαθαρίσουμε. Να ξεκαθαρίσουμε, όμως, και κάτι ακόμα. Ότι τη λέξη «εργάκι» δεν τη χρησιμοποιώ για να το υποτιμήσω όσο για να το προσδιορίσω.
Επειδή είχα κάνει πρόσφατα την OSCAR 2019 ΑΝΑΛΥΣΗ Νο 17 περί ΔΙΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟΥ ΣΕΝΑΡΙΟΥ, πιάνομαι από αυτή την ταινία για να πω κάποια πράγματα, την οποία είδα δύο φορές.
Και ξεκινώ από το ότι πρόκειται για ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ σεναριακής διασκευής κι ότι θα αξιζε να γίνεται μάθημα πάνω σε αυτήν, σε τούτο τον τομέα.
Κι εκεί που έχεις δει τα έργα και νομίζεις ότι έχεις σχηματίσει εικόνα, ξαφνικά σου έρχεται ένα έργο σαν την «ΚΑΠΕΡΝΑΟΥΜ», όπως πέρσι σαν την «ΠΡΟΣΒΟΛΗ», κι αρχίζεις να αναθεωρείς. Λόγω συγκλονισμού ή και σπαραγμού- όπως θέλετε πείτε το.
Το πιο σημαντικό, κατά την γνώμη του υπογράφοντος, είναι πως βλέποντας αυτό το φιλμ, δεν αντιλαμβάνεσαι με βεβαιότητα αν αυτός που το έκανε είναι Ισραηλινός ή Παλαιστίνιος. Και ξέρετε γιατί; Διότι αυτό περί «ΙΣΩΝ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΝ» σπάνια το βλέπουμε σε έργα, ειδικά σε έργα που προέρχονται από διακεκαυμένες ζώνες. Κι επειδή οι «ίσες αποστάσεις» δεν αφορούν στην πολιτική αλλά στην ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, που είναι και το δυνατό σαιξπηρικό αρχέτυπο. Κι επειδή ο παράταιρος αυτός έρωτας βάλλεται εξίσου από Ισραηλινούς και Παλαιστινίους όπου ο καθένας έχει τη δική του μεριά, όχι πάνω στο «συμπεθέριασμα» αλλά στα όσα συμβαίνουν και παρεμβαίνουν.
Το 2016 η ΚΟΛΟΜΒΙΑ πήρε τη μία και μοναδική ως τώρα υποψηφιότητα της για ΟΣΚΑΡ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗΣ ταινίας με ένα παράξενο, μαυρόασπρο, εθνολογικό-πολιτισμικό φιλμ, που λεγόταν «ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ» με το οποίο μας είχε επισημάνει τον σκηνοθέτη ΣΙΡΟ ΓΚΙΕΡΑ.
ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΣΜΕΝΟΣ δηλώνω με τη δουλειά που έχει κάνει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΝΘΙΜΟΣ και με το πώς είτε έχει αξιοποιήσει τους συνεργάτες είτε έχει ακουμπήσει σε αυτούς. Μιλάμε για σινεμά άλλου επιπέδου και καλό είναι να αφήσουν οι Ελληνάρες τις ζήλειες και να τις μετατρέψουν σε ..καμάρι. Βέβαια, υπάρχουν κι οι αναγνώστες του IMDB, που θα κάνουν τα copy-paste και θα αρχίσουν να ουρλιάζουν. Καθότι η ιστοσελίδα των ερασιτεχνών που νομίζουν ότι διαβάζοντας αυτό, γίνονται «κριτικοί», την καταχεριάζει την ταινία. Τι να κάνουν; Κι αυτοί ερασιτέχνες είναι….
Η ταινία είναι ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΤΙΚΗ και «φτωχή», η μάλλον καταλήγει απογοητευτική επειδή ακριβώς είναι «φτωχή». Πρώτον και κύριον , ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ, δεύτερον ως σκηνοθετική και γενικότερη διαχείριση ιστορικής παραγωγής.