Είναι πολύ όμορφο φιλμ το «ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΙ ΑΜΠΝΤΟΥΛ». Όχι μεγάλο μα όμορφο. Διότι είναι καμωμένο με γνώση, εξυπνάδα και διάθεση. Ξέρει που επικεντρώνεται και τι προσφέρει. Εχει πλεύση, δεν βγαίνει ποτέ έξω από τα νερά του ούτε κι από την πορεία που χάραξε. Αυτό είναι που ως σύνολο το καθιστά όμορφο, διότι ο θεατής μόνο ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΕΙ, αλλά όχι και μεγάλο μια κι η πλεύση ήταν μιάς περιορισμένης ακτοπλοϊκής γραμμής και δεν φιλοδοξούσε να βγει στους Μεγάλους Ωκεανούς.
Κι έβγαλε μια ταινία που θα μπορούσε κανείς να την χαρακτηρίσει και «διαμαντάκι». Όχι όμως ως το τέλος…..
Θα ξεκινήσω από την σκηνοθέτη ΚΑΘΡΗΝ ΜΠΙΓΚΕΛΟΟΥ για την οποία θα πω ότι από όταν «τακίμιασε» με τον σεναριογράφο –δημοσιογράφο ΜΑΡΚ ΜΠΟΑΛ, έφτιαξε υπογραφή, κάτι που δεν συνέβαινε στα προ του «THE HURT LOCKER» χρόνια της. Μα μη νομίζετε, και για τον σκηνοθέτη ισχύει περίπου αυτό που λέμε και για τον ηθοποιό, ότι στο ξεκίνημα παραδέρνει με σενάρια που του παρέχονται, ψάχνει τον εαυτό του προς ποια μεριά θα του βγει η καλλιτεχνική προσωπικότητα ώσπου έρχεται κάποτε ένα σενάριο και τον μεταβάλει σε σκηνοθέτη ΕΙΔΟΥΣ- σημαίνει πως βρήκε το δρόμο του και την καλλιτεχνική του προσωπικότητα.
Αν για κάτι χάρηκα σε αυτή την ταινία, είναι για τον ΤΟΜ ΚΡΟΥΖ. Τον οποίο συμπαθώ πολύ, εκτιμώ και τις δυνατότητες ηθοποιίας του αλλά οι επιλογές του από τη «ΜΑΝΟΛΙΑ» και μετά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, μου φαίνονταν λανθασμένες. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια είχα κουραστεί να τον βλέπω σε κακά φιλμ, ειδικά εκείνη την καλοκαιρινή ανεκδιήγητη «ΜΟΥΜΙΑ» για την οποία βαρέθηκα και να γράψω.. Τώρα, στο φιλμ αυτό, τον ξαναβρήκα, δυναμωμένο, ζωηρό, φορτσάτο και σε μία πολύ όμορφη επίδειξη κινηματογραφικής προσωπικότητας και starperformance. Οπερ σημαίνει ότι αυτή τη φορά του έλαχε και καλό φιλμ.
Την ταινία την είδα στις διακοπές μου, σε θερινό κινηματογράφο στην Αίγινα, σε ένα από τους τρεις θερινούς που διαθέτει γενναιόδωρα το νησί. Ηταν προτίμηση της παρέας για κάτι διασκεδαστικό, καλοκαιρινό, απολύτως τερπνό. Γράφουμε κριτική για αυτά ή δεν γράφουμε; Και πως τη γράφουμε; Με βάση την (αναθεματισμένη) θεωρία του… auteur, οπότε αρχίζουμε και το ανασκολοπίζουμε επειδή δεν ανταποκρίνεται στη συνταγή των θεωρητικών, ή με βάση ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ και για ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΕΓΙΝΕ; Η απάντηση νομίζω έχει δοθεί, πριν ξεκινήσει να διαβάζει κανείς το παρακάτω.
… ο ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΝΟΛΑΝ μεταβάλλει τον ΗΧΟ όχι απλώς σε ΣΤΑΡ της ταινίας αλλά σε αφορμή, σε κίνητρο για τη δημιουργία πολεμικού φιλμ. Και με τη συνδρομή της κάμερας (βλ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ) και του ΜΟΝΤΑΖ καταφέρνει και κάνει μια θαυμάσια πολεμική ταινία κι ας της λείπουν οι χαρακτήρες ή η πολεμική δραματικότητα. Όμως κατορθώνει να επιβάλει την ταινία στους θεατές κι ενώ δεν υπάρχει φαινομενικά αυτό που λέμε «υπόθεση», ο θεατής καθηλώνεται και δεν ακούγεται στην αίθουσα ούτε «κιχ».
Φέτος μου δόθηκε κατ’ επανάληψη η ευκαιρία να γράψω για την άνθιση του αστυνομικού είδους στο ισπανικό σινεμά και να πω ότι όχι μόνο ευδοκιμεί εκεί το είδος αλλά ότι το υπηρετούν με πάθος και συνέπεια οι κινηματογραφιστές. Κι ότι το αστυνομικό στη χώρα της Ιβηρικής καρποφορεί με όλες τις παραφυάδες, με όλες τις υποδιαιρέσεις του είδους. Κι ότι χάρη στην παραοικονομία και στο downloading, απολαμβάνουμε και στην Ελλάδα τελευταίως, ισπανικά και ιταλικά φιλμ που δεν θα τα βλέπαμε στο αιώνα τον άπαντα, όπως συνέβαινε μέχρι πριν από λίγο.
Η έλλειψη μέτρου από πλευράς ελληνικής διανομής είναι παροιμιώδης. Εκεί που με τα ιταλικά φιλμ, μας είχαν στη σχεδόν απόλυτη στέρηση, τώρα λόγω downloading (που ευνοεί την παρα-οικονομία) αφενός και περσινής επιτυχίας του «QUO VADO» αφετέρου, έφεραν αναδρομικά όλη την προηγηθείσα φιλμογραφία του Ιταλού κωμικού ΚΕΚΟ ΤΖΑΛΟΝΕ με το τουλούμι. Κι επειδή στην ελληνική τιτλοφορία της περσινής επιτυχίας υπήρχε η λέξη «Θεός», σε κάθε αναδρομική του κωμικού που φέρνουν, χώνουν και τη λέξη «Θεός» στον τίτλο. Μέτρο ρε παιδιά. Μέτρον άριστον.. που να πάρει.
Αν κάτι συμβάλλει ώστε η ταινία αυτή, που βγήκε κάπως πρόωρα στις ελληνικές αίθουσες, πριν ακόμα προλάβει να λανσαριστεί στο εξωτερικό όπως (θα) της έπρεπε, είναι η ΛΕΠΤΟΤΗΤΑ στο χειρισμό του θέματος, στη συνύφανση του σεναρίου.
Κι ο Καταλανός σκηνοθέτης ΟΡΙΟΛ ΠΑΟΥΛΟ, μετά «ΤΟ ΣΩΜΑ» που μας άφησε άφωνους πέρσι, επαναλαμβάνει το άθλημα τώρα με τον «ΑΟΡΑΤΟ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ» (πιο κοινότοπο ελληνικό τίτλο δεν μπόρεσαν να βρουν οι εγχώριοι διανομείς;) και χτυπάει καινούργιο «χρυσό»