Ο φίλος μας ο ΦΑΤΙΧ ΑΚΙΝ για μια ακόμα φορά μας αγκάλιασε και μας συνεπήρε ενώ συγχρόνως έδειξε πόσο ανήσυχος είναι, πόσο δεν επαναπαύεται, πόσο δοκιμάζεται διαρκώς σε καινούργια για αυτόν ανοίγματα και ταυτοχρόνως κάνει και κάτι σπουδαίο το οποίο γίνεται διαπιστευτήριο στη σκηνοθετική του αξία: Μεταβάλει σε μεγάλη δραματική ηθοποιό την ως τα χθες μόνο όμορφη, ΝΤΑΪΑΝ ΚΡΟΥΓΚΕΡ.
Αν οι «Τρεις πινακίδες έξω από το Εμπινγκ στο Μισούρι» είναι ταινία ΣΕΝΑΡΙΟΥ και κατεπέκταση κι ερμηνειών, οι οποίες «εκπορεύονται» από το σενάριο μια κι από εκεί εκπορεύονται κι οι ρόλοι, η «ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ» είναι αυτό που λέμε ΤΑΙΝΙΑ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ. Κι οι επίσης καλές ερμηνείες διαφοροποιούνται από τις άλλες, των «πινακίδων», και γίνονται ερμηνείες συντονισμού με σκηνοθετική γραμμή.
Σκέφτηκα πολλές φράσεις με τις οποίες ήθελα να χαρακτηρίσω την ταινία στον τίτλο του κειμένου που θα έγραφα. Κατέληξα σε αυτόν. Διότι το καλλιγράφημα μπορεί να ηχεί ως κάτι συγγενικό με την καλλιγραφία, την οποία το φιλμ τη διαθέτει, παραπέμπει όμως και σε ποίηση. Κι έτσι η καλαίσθητη αισθητική, ο λεπτός χειρισμός θέματος, τα ψυχανεμίσματα των ανθρώπων και προπάντων το ξύπνημα του έρωτα έτσι όπως δίνεται, σε αυτούς τους απαλούς τόνους, προέκρινε την επικράτηση του «τρυφερού καλλιγραφήματος»
Θα μπορούσε και να μην ήταν «διάλειμμα», αν το ΙΡΑΝ είχε υποβάλει τη συγκεκριμένη ταινία στη φετινή χρονιά διότι το έργο έχει όλες τις προδιαγραφές για κάτι τέτοιο. Όμως η χώρα δεν την υπέβαλλε, για άπειρους πιθανούς λόγους, πολιτικούς και μη, κι έτσι τη βλέπουμε σαν ένα «διάλειμμα» που συνιστάται. Σε αντίθεση με άλλες ταινίες, μη οσκαρικές, που προβάλλονται και που μόνο για διάλειμμα δεν προσφέρονται αλλά για απόλυτη διαφυγή.
Mε περιβάλλον, την Αγγλία της δεκαετίας του ‘ 50, της δεκαετίας που ανάδειξε πολύ το γυναικείο ρούχο. Οπου το κοστούμι εντάσσεται πλήρως μέσα στο σενάριο, χωρίς όμως να προβάλει ιδιαιτέρως κάποια ενδυματολογική μονάδα ενώ ο ΠΟΛ ΤΟΜΑΣ ΑΝΤΕΡΣΟΝ αποδεικνύεται εδώ περισσότερο σκηνοθέτης παρά σεναριογράφος μια και υπάρχει ΘΟΛΟΣ ΣΕΝΑΡΙΑΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ. Οσο για τον δημοφιλή ΝΤΑΝΙΕΛ ΝΤΕΙ ΛΙΟΥΙΣ εδώ κάνει ξεκάθαρα star performance, ερμηνεία προσωπικής γοητείας….
Κι η Καθολικότητα, την οποία πετυχαίνει η ταινία του ΤΑΣΟΥ ΜΠΟΥΛΜΕΤΗ, είναι και Αθλητική και Συναισθηματική αλλά και Κινηματογραφική και θα μιλήσω και γι αυτό.
Ο τίτλος της κριτικής αναφέρεται στον υπαρκτό ήρωα και στο πως τον κάνουν ταινία . Κι ότι μπορείς να κάνεις ήρωα έναν απόβλητο αν στο έργο που τον θες, κι έτσι όπως τον θες, τον έχεις ολοκληρώσει, αν το έργο έχει κλείσει με κάθαρση.
Toχαρακτηρίζω «παράξενο» επειδή κεντρική ηρωίδα του έργου είναι μια γυναίκα που στην πραγματική ζωή καταδικάστηκε, δεν δικαιώθηκε, στιγματίστηκε κι η ταινία το ακολουθεί με βάση το πρόγραμμα της ζωής σαν να επρόκειτο για ντοκυμαντέρ. Αποτέλεσμα: Δεν υπάρχει κάθαρση, ο σεναριακός χαρακτήρας της αληθινής ηρωίδας σιγά σιγά σβήνει κι αυτό που αφήνει στο θεατή είναι μια αμηχανία στο φινάλε. Κι επηρεάζει σαφώς ΚΑΙ το ρόλο παρόλο που η καλή ηθοποιός που τον έχει αναλάβει, η ΜΑΡΓΚΟΤ ΡΟΜΠΙ, που μπήκε κι υποψήφια για το ΟΣΚΑΡ (όπως κι η ΑΛΙΣΟΝ ΤΖΑΝΕΫ που παίζει τη μητέρα καθώς και το ΜΟΝΤΑΖ) βάζει τα δυνατά της και του δίνει υπόσταση. Την προδίδει όμως κι αυτήν η μη κατάληξη.
Αυτός είναι ο πρώτιστος χαρακτηρισμός για την ταινία που αναφέρεται σε ένα 20ήμερο περιστατικό της ζωής και της πολιτικής δράσης του ΟΥΝΣΤΩΝ ΤΣΩΡΤΣΙΛ όταν ανέλαβε την Πρωθυπουργία της Μεγάλης Βρετανίας ενώ οι Γερμανοί προέλαυναν στην Ευρώπη. Κι είναι ταινία μεγάλης ερμηνείας όπου αυτό το οποίο παραδίδει ο ΓΚΑΡΙ ΟΛΝΤΜΑΝ είναι πολύ υψηλού επιπέδου, είναι η ωρίμανση κι η δικαίωση κι η υπογράμμιση της αξίας ενός ηθοποιού που για να φτάσει σε αυτή την υπέρτατη στιγμή δαπάνησε 30 χρόνια σύστασης, καθιέρωσης, ωρίμανσης , μελέτης και τελικής απογείωσης. Είναι πολύ μεγάλη η ερμηνεία και θα την αναλύσουμε πιο κάτω.
Εχει όλα τα στοιχεία η ταινία αυτή για να εκνευρίσει. Μπερδεύει, επαναλαμβάνει, προ πάντων μοιάζει σαν να θέλει να κάνει διπλωματική εργασία ή πτυχιακό πάνω στο σινεμά του Χίτσκοκ ενώ πιο πολύ μοιάζει με του Ντε Πάλμα.