Toχαρακτηρίζω «παράξενο» επειδή κεντρική ηρωίδα του έργου είναι μια γυναίκα που στην πραγματική ζωή καταδικάστηκε, δεν δικαιώθηκε, στιγματίστηκε κι η ταινία το ακολουθεί με βάση το πρόγραμμα της ζωής σαν να επρόκειτο για ντοκυμαντέρ. Αποτέλεσμα: Δεν υπάρχει κάθαρση, ο σεναριακός χαρακτήρας της αληθινής ηρωίδας σιγά σιγά σβήνει κι αυτό που αφήνει στο θεατή είναι μια αμηχανία στο φινάλε. Κι επηρεάζει σαφώς ΚΑΙ το ρόλο παρόλο που η καλή ηθοποιός που τον έχει αναλάβει, η ΜΑΡΓΚΟΤ ΡΟΜΠΙ, που μπήκε κι υποψήφια για το ΟΣΚΑΡ (όπως κι η ΑΛΙΣΟΝ ΤΖΑΝΕΫ που παίζει τη μητέρα καθώς και το ΜΟΝΤΑΖ) βάζει τα δυνατά της και του δίνει υπόσταση. Την προδίδει όμως κι αυτήν η μη κατάληξη.
Αυτός είναι ο πρώτιστος χαρακτηρισμός για την ταινία που αναφέρεται σε ένα 20ήμερο περιστατικό της ζωής και της πολιτικής δράσης του ΟΥΝΣΤΩΝ ΤΣΩΡΤΣΙΛ όταν ανέλαβε την Πρωθυπουργία της Μεγάλης Βρετανίας ενώ οι Γερμανοί προέλαυναν στην Ευρώπη. Κι είναι ταινία μεγάλης ερμηνείας όπου αυτό το οποίο παραδίδει ο ΓΚΑΡΙ ΟΛΝΤΜΑΝ είναι πολύ υψηλού επιπέδου, είναι η ωρίμανση κι η δικαίωση κι η υπογράμμιση της αξίας ενός ηθοποιού που για να φτάσει σε αυτή την υπέρτατη στιγμή δαπάνησε 30 χρόνια σύστασης, καθιέρωσης, ωρίμανσης , μελέτης και τελικής απογείωσης. Είναι πολύ μεγάλη η ερμηνεία και θα την αναλύσουμε πιο κάτω.
Εχει όλα τα στοιχεία η ταινία αυτή για να εκνευρίσει. Μπερδεύει, επαναλαμβάνει, προ πάντων μοιάζει σαν να θέλει να κάνει διπλωματική εργασία ή πτυχιακό πάνω στο σινεμά του Χίτσκοκ ενώ πιο πολύ μοιάζει με του Ντε Πάλμα.
Είναι η ταινία που ξεχώρισα, μαζί με μία- δύο ακόμα στη χρονιά που διανύουμε. Κι ως ΣΕΝΑΡΙΟΚΕΝΤΡΙΚΗ και σε περιεχόμενο ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗ, ήταν επόμενο να έχει την ολόψυχη υποστήριξη μου. Διότι μπορεί κάθε τόσο να γκρινιάζουμε περί του κινηματογράφου και δη του αμερικάνικου που είναι κι ο εύκολος στόχος κάθε εγχώριου, ημιμαθή πικραμένου αλλά , από την άλλη, κάθε τόσο, μας ξεπετάγεται κι ένα τέτοιο..
Είναι καλό το φιλμ επειδή, πάνω από όλα, προβάλλεται και εντυπώνεται το περιεχόμενο του το οποίο αφορά σε μια εποχή της ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ, τόσο στην Αμερική όσο και στην ίδια την ιδιοσυστασία του επαγγέλματος που πλέον εξέλιπε. Και που όπως φαίνεται, ο κόσμος την έχει ανάγκη, κι έργα γύρω από αυτήν και τις όμορφες σελίδες της θα συγκινούν πάντα. Και ίσως αυτό να αφήνει χαραματιές ελπίδας.
Η αξία βρίσκεται στο σενάριο, η αμηχανία στη σκηνοθεσία. Μόνο που σκηνοθέτης και σεναριογράφος είναι το ίδιο πρόσωπο. Και στη μέση βρίσκεται η καλή πρωταγωνίστρια.
Όχι μόνο ως ταινία που είναι σφιχτοδεμένη, διασκεδαστική αλλά και συγκινητική μα κι ως τρόπος λειτουργίας του κινηματογράφου, του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ κινηματογράφου, που η θεωρία του auteur τον έχει καταδικάσει ενισχύοντας κι άλλο την χαμηλή αυτοεκτίμηση του, την οποία καλλιεργεί και στο κοινό.
Κατά τα άλλη, η ταινία δεν του βγαίνει του ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΕΪΝ με τίποτα. Είναι η πιο ανολοκλήρωτη ταινία του, ένα έργο από αυτά που δεν μπορούν να διαχειριστούν μέχρι τέλους το αρχικό τους εύρημα.
Κάποτε στην Αμερική, από ανθρώπους της Ακαδημίας Κινηματογράφου, πήρα ένα πολύ μεγάλο μάθημα που με έβαλε στη θέση μου και με βοήθησε πολύ παραπέρα ως κριτικό. Ηταν τότε με την Σαρλίζ Θέρον στο «Monster» όπου ισχυριζόμουν ότι μπορεί να είναι καλή η ερμηνεία της αλλά δεν δέχομαι μια ηθοποιός να πρέπει να ασχημύνει ή να παραμορφωθεί, εφόσον είναι όμορφη, προκειμένου να γίνει αποδεκτή ως ηθοποιός. Κι ότι εκτιμούσα εκείνο που είχε πετύχει η Κιμ Μπάσινγκερ στο «Λος Αντζελες: Εμπιστευτικόν» να αναγνωριστεί ως ηθοποιός παραμένοντας ωραία και σέξυ γυναίκα. Μου «την είπαν» κατά το κοινώς λεγόμενο: «Ναι, ωραία αυτά που λες αλλά στο μεταξύ εδώ έχουμε ένα performance κι αυτό καλούμαστε να κρίνουμε. ΟΙ ισχυρισμοί σου μπορεί να έχουν δημοσιογραφική βάση αλλά στην εξέταση της ερμηνείας δεν έχουν καμμία θέση. Το τι γίνεται στο Χόλυγουντ δεν είναι point για να κρίνεις ερμηνεία». Το «μάθημα» είχε κι αναδρομική αναφορά από τον προηγούμενο χρόνο, όπου πάνω-κάτω είχα προβάλει παρόμοιους ισχυρισμούς με την πλήρη μεταμόρφωση-παραμόρφωση της Νικόλ Κίντμαν στις «Ωρες» όπου κατέληξε μη αναγνωρίσιμη για να γίνει Βιτρζίνια Γουλφ. Συνειδητοποίησα τότε ότι η δημοσιογραφική ιδιότητα επενεργούσε αρνητικά στην κριτική μου διαύγεια.
Με το είδος ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ πολλοί κάτι παθαίνουν. Είτε είναι κριτικοί (και δεν υπαινίσσομαι τους Ελληνες- τις τερατωδίες απέξω τις δανείζονται κι οι δικοί μας) που δεν ξέρουν το είδος και δεν είναι σε θέση να σταθούν απέναντι τους είτε είναι θεατές, οι οποίοι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Σε εκείνους που νομίζουν ότι πρέπει να μιλήσουν ως «κριτικοί» ώστε να δείξουν ότι… κατέουν πράμα (για να θυμηθούμε και τον «Πατούχα» του Κονδυλάκη) είτε άνθρωποι που δεν τους αρέσουν τα μουσικοχορευτικά προγράμματα. Για τους τελευταίους δεν έχω να πω τίποτα, το δικαίωμα στο γούστο είναι… συνταγματικό. Όμως είναι γούστο κι όχι θέσφατο- να τα λέμε κι αυτά.