Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι κι αριστούργημα. Όχι τίποτε άλλο μα επειδή οι υπερθετικοί κι οι υψηλοί τόνοι καθώς κι οι αναφορές σε κλασικά έργα του αμερικανικού σινεμά γύρω από το είδος ανεβάζουν τις προσμονές και εξίσου άδικα μειώνουν στη συνέχεια τις εντυπώσεις.
Εκπληξη είναι ο,τιδήποτε έρχεται απρόσμενα, Πόσο μάλλον ένα γουέστερν, που γυρίστηκε στη Νέα Ζηλανδία κι είναι «ντεμπούτο» σκηνοθέτη που σπούδασε στην Αγγλία καλές τέχνες κι όχι μόνο. Κι έρχεται και καλοκαιριάτικα όπου δεν εμπιστευόμαστε τους διανομείς για το τι μας σερβίρουν.
Αν υπήρχε και στην έξω κινηματογραφική ζωή η «β’ προβολή» κι όχι μόνο ως καταχώρηση στο sitePANTMO.GR, τότε ο «Ανθρωπος από τη Μασσαλία» θα είχε πολλές δυνατότητες γνωριμίας εκ νέου με το κοινό, μια και στην α’ προβολή δεν πολυσυναντήθηκαν. Αυτό θα συνέβαινε αν τα θερινά άλλαζαν όπως παλιά τρεις φορές την εβδομάδα πρόγραμμα και «τσίγκλιζαν» έτσι το κοινό να δει όσα έχασε και να ξαναδεί όσα πεθύμησε. Αντί να κρατούν ολόκληρη εβδομάδα την εκάστοτε σαβούρα και την υπό συζήτηση γαλλική κομεντί της εκάστοτε εβδομάδας «που έσπασε τα ταμεία στο Παρίσι»
Μου είχε πεί κάποτε κάποια που αυτοσυστηνόταν ως οπαδός αποκλειστικά του «καλού» σινεμά, πως η ψυχαγωγία στο σινεμά της είναι αδιανόητη, πως αφορά στους «γιάπηδες» κι αν θέλουν να διασκεδάσουν να πάνε σε ένα μπάρ. Ωσπου την έκανα τσακωτή να βλέπει τη «Μούμια». Σε σινεμά. Όχι κατ’ οίκον.
Αυτό που εκτίμησα το περισσότερο στη γαλλική αυτή ταινία, που δείχνει να τα πηγαίνει καλά και με το ελληνικό κοινό, όπως συνέβη και με το γαλλικό, είναι πως από ένα θέμα που μόνο δράμα φαντάζεσαι να εμπνέει, προκύπτει τελικά κωμωδία.
Διασκέδασα πολύ με την καινούργια ταινία του ΝΙΚΟΥ ΖΕΡΒΟΥ, τη «ΛΥΣΣΑ ΚΑΚΙΑ», ακριβώς επειδή πήγα για να διασκεδάσω. Εχοντας λύσει εδώ και χρόνια όλους τους κώδικες περί Νίκου Ζερβού κι έχοντας αποφασίσει, πάλι εδώ και χρόνια, να βγώ στην «υπεράσπιση», που δικαιούται ένας σκηνοθέτης ο οποίος κάνει ταινίες «cult». Όμως ούτε με τον χαρακτηρισμό αυτό ένιωθα εντάξει με τον εαυτό μου, ήταν σαν αναγνώριση ελεημοσύνης .
Όταν επανακυκλοφορούν ταινίες σαν τις «Διακοπές στη Βενετία» του ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΛΗΝ με την ΚΑΘΡΗΝ ΧΕΠΜΠΟΡΝ , πώς να καταδεχτείς τις «σαβούρες» που σερβίρονται στην πρώτη προβολή. Δεν μιλώ για τα «blockbusters», αυτά είναι κανονισμένα για καλοκαίρι από τα στούντιο διεθνώς. Μιλώ για όλα τα υπόλοιπα που ψάχνουν τους θεατές με το ντουφέκι και δηλώνονται ως «καλλιτεχνικά» επειδή δεν τα βλέπει ούτε η μάνα τους. Θα πάω, όμως, απευθείας στην ταινία, που δεν κουράστηκα να θαυμάζω για πολλοστή φορά.
Ελληνική είναι η ταινία που ήρθε στη «συνοικία» μας και στα θερινά μας, στην β΄προβολή του PANTIMO.GR. Το «Τετάρτη 04.45» του Αλέξη Αλεξίου. Κι υπενθυμίζω την αξία της β’ προβολής διότι είναι αυτή που έδινε υπενθύμιση και τόνωση στις ταινίες. Γι αυτό κι επιβάλλεται κριτική και μετά από καιρό.
Διότι ξεκινάμε από το αποτέλεσμα , που καταλήγει σε κάτι πολύ ανιαρό ενώ το υπηρετούν συντελεστές πρώτου μεγέθους που, όμως, δεν διάγουν την καλύτερη τους περίοδο. Φταίνε όλοι μαζί; Η μήπως υπάρχει μια γενεσιουργός αιτία που είναι και το.. ήμισυ του παντός; Ας το ψάξουμε
Επισημαίνω τη διαφορά των δύο συνωνύμων διότι η λέξη λιτότητα στις μέρες μας έχει προσλάβει τη διάσταση της στέρησης, της έλλειψης. Το «απέριττο» είναι αυτό που πάνω του δεν έχει τίποτε το περισσό, τίποτε το άχρηστο, τίποτε που να μπορούσε να έλειπε και δεν λείπει. Ενώ όταν μιλάμε για «λιτότητα», είτε λέμε για «λιτό γεύμα» είτε για «λιτό φιλμ» είτε για «λιτότητα στην οικονομία», με τη στέρηση συνδιαλεγόμαστε.