Αν υπήρχε η Β’ Προβολή στις μέρες μας ,κι ειδικά αν το θερινό ήταν εκείνο που ξέραμε κάποτε, όπου έβλεπες τα έργα που έχασες το χειμώνα ή ανακάλυπτες εκείνα που δεν τους είχες δώσει στην α’ προβολή, σημασία, το «JohnWick» θα είχε χαρίσει νύχτες ευτυχίας στις συνοικίες και στα υπαίθρια.
…Και μην πάνε να μας πείσουν , όσοι ανέλαβαν την υποχρέωση της υπεράσπισης , πως έτσι γράφει κι ο Ζορζ Σιμενόν, διότι εδώ πήγαμε σινεμά. Και στο βιβλίο, όταν κάτι σε μπερδεύει, μπορείς να γυρίσεις πίσω τις σελίδες, να ψάξεις να βρεις το σημείο αμφιβολίας, να το ξαναδιαβάσεις, και να προχωρήσεις.
Παρά τα ονόματα, το έργο του Αυγούστου Στρίντμπεργκ αδυνατεί να σταθεί στην οθόνη, τουλάχιστον στη συγκεκριμένη διασκευή. Κι ας το σκηνοθετεί η ΛΙΒ ΟΥΛΜΑΝ που κατέχει το δράμα κι ας παίζει ένα εκλεκτό τρίο ήτοι ΤΖΕΣΙΚΑ ΤΣΑΣΤΕΙΝ, ΚΟΛΙΝ ΦΑΡΕΛ, ΣΑΜΑΝΘΑ ΜΟΡΤΟΝ.
Μετά από τόσες «βερσιόν» γύρω από τον ιδιοφυή ήρωα του Κόναν Ντόυλ, που ξεκινούν από τα προπολεμικά χρόνια με τον ΜΠΑΖΙΛ ΡΑΘΜΠΟΟΥΝ και φτάνουν ως τις μοντέρνες εκδοχές της TVμε τον ΜΠΕΝΕΝΤΙΚΤ ΚΑΜΠΕΡΜΠΑΤΣ, αφού πέρασε από την «blockbuster» εκδοχή με τον ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΤΑΟΥΝΙ τζ, ήρθε η ώρα για να τον δούμε και στην … ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ του. Ενσαρκωμένο από τον Σερ ΙΑΝ ΜΑΚΚΕΛΛΕΝ
Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει μια άνθιση το αστυνομικό είδος στις σκανδιναβικές χώρες, κυρίως Νορβηγία και Σουηδία. Η εν λόγω άνθιση αφορά τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον κινηματογράφο. Εκείνο που δεν καταλαβαίνει κάποιος είναι πως αυτό το κάρπισμα (για να μην επαναλαμβάνουμε την «άνθιση») όταν έρχεται στον κινηματογράφο αντιμετωπίζεται ως δείγμα Κοέν (αν έχει χιόνια) και Ταραντίνο (αν έχει άγριους φόνους).
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι κι αριστούργημα. Όχι τίποτε άλλο μα επειδή οι υπερθετικοί κι οι υψηλοί τόνοι καθώς κι οι αναφορές σε κλασικά έργα του αμερικανικού σινεμά γύρω από το είδος ανεβάζουν τις προσμονές και εξίσου άδικα μειώνουν στη συνέχεια τις εντυπώσεις.
Εκπληξη είναι ο,τιδήποτε έρχεται απρόσμενα, Πόσο μάλλον ένα γουέστερν, που γυρίστηκε στη Νέα Ζηλανδία κι είναι «ντεμπούτο» σκηνοθέτη που σπούδασε στην Αγγλία καλές τέχνες κι όχι μόνο. Κι έρχεται και καλοκαιριάτικα όπου δεν εμπιστευόμαστε τους διανομείς για το τι μας σερβίρουν.
Αν υπήρχε και στην έξω κινηματογραφική ζωή η «β’ προβολή» κι όχι μόνο ως καταχώρηση στο sitePANTMO.GR, τότε ο «Ανθρωπος από τη Μασσαλία» θα είχε πολλές δυνατότητες γνωριμίας εκ νέου με το κοινό, μια και στην α’ προβολή δεν πολυσυναντήθηκαν. Αυτό θα συνέβαινε αν τα θερινά άλλαζαν όπως παλιά τρεις φορές την εβδομάδα πρόγραμμα και «τσίγκλιζαν» έτσι το κοινό να δει όσα έχασε και να ξαναδεί όσα πεθύμησε. Αντί να κρατούν ολόκληρη εβδομάδα την εκάστοτε σαβούρα και την υπό συζήτηση γαλλική κομεντί της εκάστοτε εβδομάδας «που έσπασε τα ταμεία στο Παρίσι»
Μου είχε πεί κάποτε κάποια που αυτοσυστηνόταν ως οπαδός αποκλειστικά του «καλού» σινεμά, πως η ψυχαγωγία στο σινεμά της είναι αδιανόητη, πως αφορά στους «γιάπηδες» κι αν θέλουν να διασκεδάσουν να πάνε σε ένα μπάρ. Ωσπου την έκανα τσακωτή να βλέπει τη «Μούμια». Σε σινεμά. Όχι κατ’ οίκον.
Αυτό που εκτίμησα το περισσότερο στη γαλλική αυτή ταινία, που δείχνει να τα πηγαίνει καλά και με το ελληνικό κοινό, όπως συνέβη και με το γαλλικό, είναι πως από ένα θέμα που μόνο δράμα φαντάζεσαι να εμπνέει, προκύπτει τελικά κωμωδία.