Απολαυστικό σινεμά το «MADRE», η ολοκαίνουργια ταινία του Ισπανού σκηνοθέτη ΡΟΝΤΡΙΓΚΟ ΣΟΡΟΓΚΟΓΙΕΝ, που μας καταγοήτευσε το καλοκαίρι του 2019 με τον «ΕΚΠΤΩΤΟ»
Πολλά είχα ακούσει και διαβάσει για την ταινία αυτή, όταν είχε προβληθεί στις Κάνες, το αποτέλεσμα της μερικώς μόνο ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες που είχαν γεννηθεί.
Περί «αυτού», περί του ΕΙΔΟΥΣ δηλαδή που λέγεται ΣΑΤΙΡΑ πρόκειται κι ακριβώς επειδή είναι σάτιρα, προκαλεί αντιδράσεις με το περιεχόμενο. Όπως συμβαίνει ΠΑΝΤΟΤΕ με την σάτιρα, από καταβολής. Κάποιοι πάντοτε ενοχλούνται με το περιεχόμενο της, επειδή το χιούμορ τους δεν υπάρχει ή δεν είναι σε θέση να επικοινωνήσει με το χιούμορ του έργου.
Κάθε φορά που βλέπω μια ταινία του ΚΛΙΝΤ ΗΣΤΓΟΥΝΤ βγαίνω από το σινεμά είτε συνεπαρμένος είτε καταγοητευμένος. Κι αυτό, ενώ την ίδια στιγμή, μπορώ να διακρίνω αν η ταινία είναι και «μεγάλη» ή όχι. Διότι φυσικά, όλα τα δάκτυλα ίδια δεν είναι , αλλά μέσα σε όλα του τα άλλα, ο Κλιντ, ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΑΙ ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ ΚΛΙΝΤ ,έρχεται να μας αποδείξει κι αυτό: Ότι προυπόθεση για να βγεις «τρελαμένος» από το σινεμά, από μια ταινία, δεν είναι το αν η ταινία αυτή είναι «μεγάλη» ή «αριστούργημα» ή διάφορα τέτοια των κριτικών (τους οποίους ο Κλιντ έχει «γραμμένους») αλλά από τη ΣΙΝΕΜΑΔΙΛΑ που εκπέμπει το δημιούργημα. Εκεί είναι το μυστικό για να κατακτάς τον θεατή, να τον κάνεις να βγαίνει γοητευμένος από την αίθουσα είτε η ταινία σου ήταν μία οσκαρικών προδιαγραφών, είτε ένα «εργάκι» για να περάσει η ώρα. Ο Κλιντ καταφέρνει και σε βγάζει από την αίθουσα με το ίδιο συναίσθημα, είτε πρόκειται για την πρώτη περίπτωση είτε για τη δεύτερη είτε για όλες τις ενδιάμεσες.
Ηταν η υποβολή της ΡΩΣΙΑΣ για το Ξενόγλωσσο Οσκαρ, μπήκε στη «short list», δεν πέρασε στην πεντάδα, το είχαμε και στα Ευρωπαϊκά όπου κι εκεί δεν έκανε τίποτε πλην μιας επισήμανσης για την πρωταγωνίστρια, την ΒΙΚΤΟΡΙΑ ΜΙΡΟΣΝΙΤΣΕΝΚΟ.
Πολύ ενδιαφέρον το πολωνικό φιλμ που παίζεται αυτή την εβδομάδα στις αθηναϊκές αίθουσες και το οποίο έχει περάσει στο στάδιο των «ημιτελικών», στη λεγόμενη «short list», για την πεντάδα του Ξενόγλωσσου» (ή «Διεθνούς» όπως θα λέγεται πιά) ΟΣΚΑΡ.
Δεν είναι τυχαίο που δόθηκε τόση έμφαση από το publicity, από τη δημοσιότητα δηλαδή, στο περιβόητο «μονοπλάνο». Σαν να ήθελαν- και ΗΘΕΛΑΝ!!!!- να καταστήσουν σαφές εκ των προτέρων περί τίνος πρόκειται και να στρέψουν την προσοχή στο επίτευγμα που είναι η βάση της ταινίας. Μια βάση όμως ΟΥΣΙΑΣ κι όχι Εντυπωσιασμού.
Το πρώτο και κύριο μάθημα από τον «μαέστρο» ΡΟΜΑΝ ΠΟΛΑΝΣΚΙ είναι εκείνο που είχε παραδώσει όταν δίδαξε τον «ΠΙΑΝΙΣΤΑ» που του χάρισε και το ΟΣΚΑΡ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ (μαζί με τον «Χρυσό Φοίνικα» των Κανών). Το μάθημα επαναλαμβάνεται αν και λίγο «κομπιασμένα» διότι κάποια στιγμή γυρίζει και προς τον ίδιο.. Θα τα εξηγήσω πιο κάτω αναλυτικά.
Είχε δίκιο ένας φίλος που μιλούσε με προκαταβολικό σκεπτικισμό για την ταινία στηριζόμενος στο επιχείρημα ότι όσοι δεν ξέρουν το «FOX NEWS» και τα παρασκήνια του, είτε δεν θα ενδιαφερθούν για την ταινία είτε δεν θα μπορούν να την παρακολουθήσουν- ή , έστω, να βρουν ενδιαφέρον στην παρακολούθηση της. Παρόλο ότι, προκαταβολικά κι εγώ, αντέκρουσα το επιχείρημα στη βάση ότι πολλά έργα που μας αρέσουν βασίζονται σε γεγονότα που δεν γνωρίζαμε κι ότι η αξία έχει να κάνει με την κινηματογραφική επεξεργασία, είχε δίκιο! Μάλλον κι οι δύο είχαμε δίκιο……
Προτίμησα ως τίτλο της κριτικής την επισήμανση διαχωρισμού από το έργο του Αντον Τσέχωφ, διότι το «Τρεις αδελφές» υποχρεωτικά παραπέμπει στο έργο εκείνου. Κι ο θεατής μπορεί να το σκεφτεί με επιφύλαξη, αν θα πάει, εκείνος δηλαδή που το έχει δει πολλές φορές, να πάει να δει και μια ΤΟΥΡΚΙΚΗ βερσιόν. ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ!