Από την , εκ των τελευταίων δειγμάτων της, καλοκαιρινή συγκομιδή, επιλέγω αυτή την ταινία, η οποία καταφέρνει και λειτουργεί τόσο ως «γουέστερν» για τον θεατή εκείνο που θέλει να τη δει σε πρώτο επίπεδο αλλά και για όποιον ενδιαφέρεται κάπως ειδικότερα για τα είδη και για το αυστραλέζικο σινεμά για να πάρει την απάντηση ότι κι εκεί, όπως και σε όλες τις κινηματογραφίες του κόσμου, πλην ελληνικής, μελετούν τα είδη, ακόμα κι εκείνα που δεν είναι δικά τους, όπως το ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ και λένε το δικό τους λόγο ή ΕΝΑ δικό τους λόγο, πάνω σε αυτά.
Με καθυστέρηση 10 χρόνων προβλήθηκε αυτή η ταινία στην Ελλάδα και μόνο το γεγονός ότι επελέγη η θερινή περίοδος για να γίνει αυτό, επιβεβαιώνει την ΑΠΟΤΥΧΙΑ της. Διότι ότι πρόκειται για αποτυχία, δεν συζητιέται. Το θέμα είναι η αποτυχία αυτή να ορίζεται κι όχι να βγαίνει ως διαδικτυακός αφορισμός.
Αυτό το «μικρό» φιλμ, αυτό το «μικρό» σε παραγωγή και έκταση αλλά «μεγάλο» σε βάθος, είναι η Κούβα, αυτή είναι η ΨΥΧΗ της! Κι είναι καταπληκτικό το γεγονός πως ο σκηνοθέτης, που εμπλέκεται και στο σενάριο μαζί με μερικούς ακόμα, ο ΤΖΟΝΥ ΕΝΤΡΙΞ ΙΝΕΣΤΡΟΖΑ, είναι ΚΟΛΟΜΒΙΑΝΟΣ κι όχι Κουβανός. Και μπόρεσε κι αισθάνθηκε και κατέγραψε αυτή την τεράστια ΨΥΧΗ.
Το αναφέρω , επειδή στην πολυήμερη παραμονή μου στο νησί είχα δει κι είχα αισθανθεί και συναισθανθεί τα ίδια πράγματα κι όταν διαπίστωσα ότι ξένος κι όχι ντόπιος είναι αυτός που έκανε την ταινία, μου μίλησε ακόμα περισσότερο.
Εχω μάθει να είναι επιφυλακτικός απέναντι σε ΕΡΓΑ που ταλαιπωρούνται πολύ κατά την σύλληψη, την κύηση, τη γέννα. Διότι οι πολλές ταλαιπωρίες του αρχίζω-σταματώ-αλλάζω πρόγραμμα-διακόπτω-αποσύρεται ο χρηματοδότης-ψάχνω για άλλον-πεθαίνει ο πρωταγωνιστής που είχα διαλέξει-δεν βρίσκω χρήματα κλπ, κλπ, στο τέλος αρρωσταίνουν τα έργα. Σε συνδυασμό με τις μεγάλου διαστήματος παύσεις εργασιών. Κι όταν φτάσουν μετά από ….30 περίπου χρόνια να γίνουν, αυτό που βγαίνει ως αποτέλεσμα καθρεφτίζει αυτές τις παλινωδίες και τα έργα βγαίνουν ασθενικά.
Και ΠΑΛΙ θα τα πω και θα τα ξαναπώ, για τους ακομπλεξάριστους Ιταλούς που όλα αυτά τα χρόνια δεν έπαψαν ούτε στιγμή να υπηρετούν το σινεμά των ειδών και ιδίως την ΚΩΜΩΔΙΑ, για την οποία και γύρω από την οποία οι γνώσεις είναι τέτοιες ώστε να μην επιτρέπουν αναστολές. Η ΚΩΜΩΔΙΑ είναι ΚΩΜΩΔΙΑ, η ΣΑΤΙΡΑ είναι ΣΑΤΙΡΑ, η ΦΑΡΣΑ είναι ΦΑΡΣΑ κι όλα αυτά είναι «υποδιαιρέσεις» του μεγάλου είδους που λέγεται ΚΩΜΩΔΙΑ. Κι η οποία, στην όποια μορφή της έχει ως στόχο , ως σκοπό, ως εξ αντικειμένου προορισμό, ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΟΝ ΘΕΑΤΗ ΝΑ ΓΕΛΑΣΕΙ. Ο,τι χειρότερο δηλαδή για τους εγχώριους «δηθενάδες» και τις ντόπιες… «δηθενάδισσες» χαχαχα (γλωσσοπλαστική!)
Κι επειδή ο ΤΟΜ ΚΡΟΥΖ έχει μυαλό παραγωγού! Οπότε, «εύκολα» - εύκολα; Χμ!.... - μπορεί να καταλάβει κανείς το «γιατί;» στη θερμή υποδοχή που συναντά η ταινία.
Ωραίος Κινηματογράφος. Φρέσκος, Νεανικός, Ολοκληρωμένος , Επαγγελματικός, προπάντων , όμως, ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ. Κι αυτό, επειδή το ταλέντο συμβαδίζει με τη φαντασία.
Αλανσάριστο και με λάθος τακτική, με κατάχρηση του κατασκευασμένου από τους «κριτικούς» όρου «road movie» και με εμμονή στο φιλμ με το οποίο τραβούσαμε παλιά τις φωτογραφίες, χωρίς ονόματα ελκυστικά (ο ΕΝΤ ΧΑΡΙΣ είναι θαυμάσιος ηθοποιός αλλά δεν είναι όνομα μαρκίζας) και μέσα στον ορυμαγδό των καλοκαιρινών «πρώτων προβολών»… πλήρωσε το τίμημα του «κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά». Κι όμως είναι ένα από αυτά τα «μικρά» που έχουν δουλευτεί πολύ και που έχουν ως βάση το σενάριο.
Για όποιον ενδιαφέρεται μέσω των ταινιών να μπαίνει στο νόημα περί κινηματογράφου, το «BORG McENROE» είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση. Εχει να κάνει και με την κινηματογραφική κατάρτιση των Δανών και με τις ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ σπουδές τους (ΔΑΝΟΣ ο σκηνοθέτης ΓΙΑΝΟΥΣ ΜΕΤΣ), έχει να κάνει με το ΣΕΝΑΡΙΟ και με τι στοιχεία από τους βασικούς ήρωες μπαίνει στην υπόθεση του σεναρίου και πως ακολουθεί τους κανόνες του συγκεκριμένου σεναρίου ώστε να τους εντάξει, έχει να κάνει με το ΜΟΝΤΑΖ στο οποίο καταλήγει το σενάριο ώστε να ολοκληρωθεί το εγχείρημα του Γιάνους Μετς σε ΤΑΙΝΙΑ.
Για τα «εργάκια» δεν τρέφω εχθρικά ούτε σνονμπίστικα συναισθήματα, κάθε άλλο. Τα τιμώ και τα θεωρώ κι απαραίτητα για την ψυχαγωγία μας, την ανάλαφρη έξοδο μας, το να μας δώσουν εκείνη τη δίωρη χαλάρωση που τόσο απαραίτητη μας είναι. Συγχρόνως τα τιμώ και για το ότι δεν είναι εύκολο να φτιάξεις «εργάκι». Χρειάζονται κι εδώ γνώσεις, πρέπει να έχεις κατάρτιση, να κατέχεις το είδος εσύ που το κάνεις και να ξέρεις τι θα ζητήσεις και τι θες να πάρεις από τους συνεργάτες σου. «Εργάκια» όμως είναι και τα θερινά «σκουπίδια» που κατακλύζουν τις οθόνες κάθε καλοκαίρι και κάνουν το σινεμά απωθητικό, κι αυτό επειδή δυστυχώς είναι πολλά διότι οι διανομείς συμπεριφέρονται σαν απορριματοφόρα του Δήμου στο δρόμο προς τις χωματερές…. Οταν λοιπόν δεις μερικές επαναλήψεις που σου υπενθυμίζουν τι εστί Κινηματογράφος παρελθόντος καιρού, και μετά κληθείς για «θερινίλα», η προσγείωση είναι λίγο απότομη..