Η αναφορά πηγαίνει στον ΡΟΜΠΕΡΤ ΖΕΜΕΚΙΣ που χωρίς αυτόν…. Τι να λέμε τώρα. Μας παρέδωσε μια ταινία για την οποία το μόνο που οφείλουμε να του πούμε εμείς που πάμε σινεμά είναι ένα μεγάλο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ»
Το έργο αυτό του ΒΑΡΔΟΥ το κατάτρεχε κατάρα, όπως έλεγαν οι παλιοί και το επαναλάμβαναν κι οι μεταγενέστεροι επί σειρά αιώνων. Οσοι το έπαιζαν αποτύγχαναν αν δεν τους τύχαιναν κι άλλου τύπου δεινά, ακόμα και θάνατοι.
To«και ναι και όχι» θα προσπαθήσω να το εξηγήσω παρακάτω στο κείμενο, το «μα χωρίς αυστηρότητα» οφείλεται στο γεγονός ότι είναι τίμια η ταινία.
Το πρόβλημα με τον ΡΙΝΤΛΕΗ ΣΚΟΤ , όπως και με τον ΜΑΙΚΛ ΜΑΝ και με μερικούς ακόμα (μην αραδιάζω τώρα ονόματα), το έχουν και το δημιουργούν εκείνοι που ασχολούνται μαζί τους. Τους χαρακτηρίζουν auteurs, μπερδεύονται με την έννοια «μεγάλος σκηνοθέτης» κι όταν πάνε να εφαρμόσουν την προκρούστεια λογική τους πάνω στις ταινίες ξαναμπερδεύονται και τότε τους «θάβουν». Ενώ αν κοίταζαν απευθείας τις ταινίες…..
Από τις εκδηλώσεις προτίμησα αυτή τη συγκεκριμένη που είχε συγκεντρωμένα έξη φιλμ μικρού μήκους Ελλήνων σκηνοθετών, για να δούμε και τι γίνεται σε αυτό το χώρο, μια κι η Δράμα , λόγω χρόνου, μου είναι πολυτέλεια. Από τα ΕΞΗ που είδα, τα ΤΕΣΣΕΡΑ κινούνταν ανάμεσα στο «μου άρεσαν» και στο «με ενθουσίασαν». ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ: ΘΕΤΙΚΟΣ. Κι….. ΕΥΟΙΩΝΟΣ
Κι όταν τύχει να μας επισκεφτεί, πετάμε από τη χαρά μας και δεν χορταίνουμε να το βλέπουμε. Το εν λόγω σινεμά είναι να έχεις να πεις πράγματα και να τα δίνεις στον κόσμο με τους όρους του κινηματογράφου και του καλώς εννοούμενου entertainment, της καλώς εν νοούμενης ψυχαγωγίας. Τέτοιο είναι το «Sicario», τέτοια περίπτωση είναι κι ο σκηνοθέτης του φιλμ , ο Καναδός ΝΤΕΝΙΣ ΒΙΛΕΝΕΒ
Εντυπωσιάστηκα. Με την ευφυΐα που το διέπει και με τα πολλά επίπεδα προσληπτικότητας.
Το κέφι με το κάποιο ελάχιστο οικολογικό μήνυμα , ώστε να δικαιολογεί απόλυτα την παρουσία του ΡΟΜΠΕΡΤ ΡΕΝΤΦΟΡΝΤ, επιχειρεί και πετυχαίνει η ταινία. Το καλύτερο στοιχείο της είναι η συνύπαρξη ΡΕΝΤΦΟΡΝΤ με ΝΙΚ ΝΟΛΤΕ, σε δύο ρόλους αντιθέτων που έχουν κοπεί και ραφτεί εντελώς πάνω τους.
Με αποτέλεσμα να κάνει υπέρ- αρεστή την ταινία σε κάποιον που έχει ενοχληθεί από την «τηλεοπτικοποίηση» του σημερινού Χόλυγουντ και των στούντιο του. Κι αυτός ο κάποιος είναι φυσικά ο υποφαινόμενος.
Αν υπήρχε η Β’ προβολή και το θερινό σινεμά , όπως το ξέραμε παλιά, η «ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΟ ΧΡΥΣΟ» (Woman in gold) , θα είχε κάνει δεύτερη καριέρα και θα είχε καταμετρήσει πολλά επιπλέον εισιτήρια αναγνώρισης. Διότι, τώρα που λήγει η θερινή σαιζόν, μετ αβεβαιότητος μπορώ να πω ότι ήταν ανώτερη από πολλά «καλοκαιρινά»