Μου είχε πεί κάποτε κάποια που αυτοσυστηνόταν ως οπαδός αποκλειστικά του «καλού» σινεμά, πως η ψυχαγωγία στο σινεμά της είναι αδιανόητη, πως αφορά στους «γιάπηδες» κι αν θέλουν να διασκεδάσουν να πάνε σε ένα μπάρ. Ωσπου την έκανα τσακωτή να βλέπει τη «Μούμια». Σε σινεμά. Όχι κατ’ οίκον.
Αυτό που εκτίμησα το περισσότερο στη γαλλική αυτή ταινία, που δείχνει να τα πηγαίνει καλά και με το ελληνικό κοινό, όπως συνέβη και με το γαλλικό, είναι πως από ένα θέμα που μόνο δράμα φαντάζεσαι να εμπνέει, προκύπτει τελικά κωμωδία.
Διασκέδασα πολύ με την καινούργια ταινία του ΝΙΚΟΥ ΖΕΡΒΟΥ, τη «ΛΥΣΣΑ ΚΑΚΙΑ», ακριβώς επειδή πήγα για να διασκεδάσω. Εχοντας λύσει εδώ και χρόνια όλους τους κώδικες περί Νίκου Ζερβού κι έχοντας αποφασίσει, πάλι εδώ και χρόνια, να βγώ στην «υπεράσπιση», που δικαιούται ένας σκηνοθέτης ο οποίος κάνει ταινίες «cult». Όμως ούτε με τον χαρακτηρισμό αυτό ένιωθα εντάξει με τον εαυτό μου, ήταν σαν αναγνώριση ελεημοσύνης .
Όταν επανακυκλοφορούν ταινίες σαν τις «Διακοπές στη Βενετία» του ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΛΗΝ με την ΚΑΘΡΗΝ ΧΕΠΜΠΟΡΝ , πώς να καταδεχτείς τις «σαβούρες» που σερβίρονται στην πρώτη προβολή. Δεν μιλώ για τα «blockbusters», αυτά είναι κανονισμένα για καλοκαίρι από τα στούντιο διεθνώς. Μιλώ για όλα τα υπόλοιπα που ψάχνουν τους θεατές με το ντουφέκι και δηλώνονται ως «καλλιτεχνικά» επειδή δεν τα βλέπει ούτε η μάνα τους. Θα πάω, όμως, απευθείας στην ταινία, που δεν κουράστηκα να θαυμάζω για πολλοστή φορά.
Ελληνική είναι η ταινία που ήρθε στη «συνοικία» μας και στα θερινά μας, στην β΄προβολή του PANTIMO.GR. Το «Τετάρτη 04.45» του Αλέξη Αλεξίου. Κι υπενθυμίζω την αξία της β’ προβολής διότι είναι αυτή που έδινε υπενθύμιση και τόνωση στις ταινίες. Γι αυτό κι επιβάλλεται κριτική και μετά από καιρό.
Διότι ξεκινάμε από το αποτέλεσμα , που καταλήγει σε κάτι πολύ ανιαρό ενώ το υπηρετούν συντελεστές πρώτου μεγέθους που, όμως, δεν διάγουν την καλύτερη τους περίοδο. Φταίνε όλοι μαζί; Η μήπως υπάρχει μια γενεσιουργός αιτία που είναι και το.. ήμισυ του παντός; Ας το ψάξουμε
Επισημαίνω τη διαφορά των δύο συνωνύμων διότι η λέξη λιτότητα στις μέρες μας έχει προσλάβει τη διάσταση της στέρησης, της έλλειψης. Το «απέριττο» είναι αυτό που πάνω του δεν έχει τίποτε το περισσό, τίποτε το άχρηστο, τίποτε που να μπορούσε να έλειπε και δεν λείπει. Ενώ όταν μιλάμε για «λιτότητα», είτε λέμε για «λιτό γεύμα» είτε για «λιτό φιλμ» είτε για «λιτότητα στην οικονομία», με τη στέρηση συνδιαλεγόμαστε.
Με τη στήλη αυτή, που θα αποθηκεύεται στο section«κριτικές», καθιερώνω κάτι που ήθελα από καιρό, που δεν μπορούσα να το κάνω από τις εφημερίδες και το οποίο πολύ αγαπώ: Την κριτική ταινιών περασμένης εσοδείας, που δεν φιλοξενήθηκαν όταν πρωτοβγήκαν στις αίθουσες. Αυτό το έκανα σκοπίμως επειδή πάντα νοσταλγώ την β’ προβολή γιατί μας έδινε τη δυνατότητα να δούμε τα έργα που δεν είχαμε προλάβει, είτε μεταφερόμενα σε συνοικιακά σινεμά του χειμώνα (που πιά δεν υπάρχουν) είτε σε θερινά όπου ξαναβλέπαμε ή αφήναμε να δούμε εκεί κάποια φιλμ επίτηδες. ΚΙ ΕΠΕΙΔΗ ΠΙΣΤΕΥΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΥΩ ΑΚΡΑΔΑΝΤΑ ΟΤΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΑΝΤΛΕΙΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΛΛΑ ΝΑ ΕΠΑΝΕΡΧΕΤΑΙ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΑ ΕΡΓΑ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΝΤΑΙ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥΣ. Ξεκινώ λοιπόν το παιδικό μου παιχνίδι με ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (A walk among the tombstones).
Δεν γνωρίζω τι μπορεί να έφταιξε κι όλα σε αυτή την ταινία να πήγαν λάθος. Ακόμα κι ο ΜΠΕΝΙΤΣΙΟ ΝΤΕΛ ΤΟΡΟ που ήταν ο πιο ενδεδειγμένος για το ρόλο. Όταν όμως ο ρόλος δεν υπάρχει;
Ο Ολιβιέ Ασαγιάς, από ό, τι βλέπω στην εξέλιξη του, τείνει περισσότερο προς το «σκηνοθέτης» παρά προς το «auteur», παρόλο ότι αρχικά πήγαινε στους τελευταίους να ενταχθεί ή πήγαιναν να τον εντάξουν. Τα «σύννεφα του Σιλς Μαρία» είναι ξεκάθαρα πάνω σε αυτό.